Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Ηρωίδες στο Μακεδονικό Αγώνα: Φωτεινή Καραμανλή, μητέρα του Εθνάρχη και γιαγιά του Κώστα Καραμανλή

Απόσπασμα από την Έρευνα-Καταγραφή της Αθηνας Τζινίκου-Κακούλη:
"Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην Ιστορία".





Φωτεινή Καραμανλή: 

"Αν δεχτούμε, ότι ό ακριβολόγος και δικαιοκρίτης λαός μας συμπυκνώνει τη σοφία του σε μικρές παροιμίες, πού κρύβουν αιώνιες αλήθειες, για την μεγαλοσύνη τής Φωτεινής Καραμαν­λή, μητέρας του Εθνάρχη και Προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή, τίποτε άλλο δέν θα ήταν πιο ταιριαστό από τούτη και μόνον τη φράση:

«Έκ του καρπού γνωρίζεται τό δένδρον».
Ή Φωτεινή Καραμανλή, το γένος Δολόγλου, μιά γνήσια Ελληνίδα απ' το Κιούπκιοϊ, σημερινή Πρώτη Σερρών, θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στά 1888.
Καλλονή ως προς την εμφάνιση και προικισμένη με σπάνια ψυχικά προσόντα, ενέπνευσε σφοδρό έρωτα στον δάσκαλο του χωρίου Γεώργιο Καραμανλή, ό όποιος και την ζήτησε σε γάμο απ τούς γονείς της.
Ήταν τα χρόνια του Μακεδονικού 'Αγώνος και δάσκαλος σήμαινε πραγματικός εθναπόστολος, έτοιμος να θυσιάσει ανά πάσα στιγμή και γαλήνη, και περιουσία, και οικογένεια, και τη ζωή του ακόμα για το ιδεώδες τής πατρίδας και τής ελευθερίας.
Κι ό Γεώργιος Καραμανλής ήταν αντιπροσωπευτικός τύπος δασκάλου τής εποχής του. 

Ψηλός, μεγα­λοπρεπής, με αγέρωχο ύφος, αλλά και αγαθότητα ψυχής και προ παντός με άκρατη φιλοπατρία, τόλμη και γενναιότητα, δέχτηκε με ενθουσιασμό την αρχηγία τής επιτροπής 'Αγώνος στον τόπο του,[*] πού του προσέφερε ό καπετάν Τσιάρας, ό μετέπειτα στρατηγός, δήμαρχος Παλαιού Φαλή­ρου και βουλευτής Κων/τίνος Νταής, πού τα χρόνια εκείνα ήταν υπεύθυ­νος των ανταρτικών σωμάτων 'Ανατολικής Μακεδονίας.
Ό ίδιος o καπετάν Τσιάρας σε επιστολή του προς τον ελληνικό τύπο με ημερομηνία 25/11/1955 γράφει: 
«Ό Γεώργιος Καραμανλής διηύθυ­νε μετά εξαιρετικής επιτυχίας τον αγώνα, καταστάς ή ψυχή τής όλης κινήσεώς μας εις την περιφέρειάν του. Λόγω δε τής γενναίας και απροκάλυπτου δράσεως αυτού, καταστάς ύποπτος εις τούς Τούρκους, κατ' επανάληψιν συνελήφθη υπό τούτων, εφυλακίσθη και εβασανίσθη αγρίως, πλην όμως, παρά ταύτα, παρέμεινε ακλόνητος εις τον αγώνα μας».


Όμως η θυελλώδης πατριωτική δράση του Γεωργίου Καραμανλή κάθε άλλο παρά εχέγγυα παρείχε στην οικογένεια Δολόγλου για μια ήρεμη οικογενειακή ζωή τής κόρης τους Φωτεινής. Γιαυτό και αρνήθηκαν να συγκατανεύσουν στον γάμο των δυο νέων. 
Μα κι οι γονείς του Γεωργίου, θεωρώντας το γεγονός μεγάλη προσβολή προς τον λεβέντη γυιό τους, δήλωσαν επίσημα, ότι κι αυτοί δέν δέχονται την Φωτεινή για νύφη τους.
Έτσι οι δυο νέοι αναγκάστηκαν να κλεφτούν και όταν γύρισαν ξανά στο Κιούπκιοϊ ήταν πια νόμιμο ζευγάρι.
Ό πρωτότοκος γυιός τους, σημερινός (1984) Πρόεδρος τής Δημο­κρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, πού πάντα με νοσταλγία, σεβασμό και λατρεία θυμάται την μητέρα του Φωτεινή,διηγείται: 
«Τήν μητέρα μου τήν θυμάμαι καθαρά νέα καί όμορφη. Ό πατέρας μου τήν είχε απαγάγει, διότι δέν τον ήθελαν τον γάμο αυτόν οι δικοί της. Δέν τον ήθελαν οι γονείς ούτε του ενός, ούτε του άλλου και ό πατέρας μου την έκλεψε. Τότε έκτισε και το σπίτι μας»[2]


Το σπίτι εκείνο, χαρακτηριστικός τύπος νεοκλασικού μακεδονικού
 αρχοντικού, με όλο τον πλούτο των εθνικών του ένθυμίων, αποτελεί σήμερα τόπο προσκυνήματος των Ελλήνων.
Και διότι γεννήθηκε εκεί ό δεύτερος μετά τον Βασιλιά 'Αλέξανδρο Μεγάλος Μακεδόνας, ό Πρόε­δρος Κωνσταντίνος Καραμανλής, μά και διότι υπήρξε αληθινό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνος. Σε σωστό οπλοστάσιο είχε μεταβληθεί τότε. Βογγούσαν οι κρυψώνες του, οι στάβλοι κι οι αποθήκες από όπλα και πυρομαχικά, ενώ τα ευρύχωρα φιλόξενα δωμάτιά του γίνονταν τις νύχτες ξενώνες, νοσηλευτήρια και αίθουσες μυστικών συνεδριάσεων των Μακε­δονομάχων.
Ό Πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής θυμάται:[3]

«Τό πρώτο όρα­μα, πού ξαναζεί στη μνήμη μου είναι ό σταύλος μας με το υπόγειο, στο Κιούπκιοϊ. Εκεί είχαμε την αγελάδα μας, αλλά και τα όπλα πού φύλαγε ό πατέρας μας για να αρματώσει τούς Έλληνες αντάρτες.
Πόσες φορές είχα ανασηκώσει την καταπακτή πού σκέπαζε τον κρυψώνα τους! Ήταν όπλα βαριά για τα παιδικά μου μπράτσα. 'Ωστόσο με μαγνήτιζαν.

Τ' άγγιζα με σεβασμό, γιατί ήξερα πώς τ' ανδρικά αυτά όπλα ήταν τα όπλα του αγώνος μας για την ελεύθερη Μακεδονία».
Ακόμη και σήμερα, τα μάτια των γερόντων του Κιούπκιοι αστράφ­τουν ξανά, όταν δείχνουν μέσα στή μικρή αύλή του σπιτιού, όπου γεννήθηκεν ό «Πρόεδρος», τήν καταπακτή με τα κρυμμένα όπλα, ή όταν, σηκώνοντας το δάχτυλο, δείχνουν κάτω από την εξοχή τής σκε­πής, ανάμεσα στά δοκάρια και στο ψεύτικο άθέατο ταβάνι, τον κρυψώνα όπου κατέφευγαν στην ανάγκη οι αντάρτες του χωρίου, πού μάχονταν τούς Βουλγάρους.
Ψυχή, αφέντρα και γοργοεπήκοος Παναγιά στο σπίτι εκείνο, όπου όλα ήταν ύμνος και δοξαστικό στή λευτεριά, ήταν ή άξια νοικοκυρά του Φωτεινή. «Ή δασκάλα Γιώργαινα», όπως με σεβασμό την αποκαλούσαν οί συγχωριανοί της. Ή ενάρετη εκείνη γυναίκα, πού εκτός από θερμή πατριώτισσα, έτοιμη να δώσει τα πάντα για την Ελλάδα, πιστή κι ακούραστη σύντροφος, συμπαραστάτης και βοηθός στο διπλό λειτούρ­γημα του συζύγου της, ήταν και μια θαυμάσια στοργική μάννα, πού γαλουχούσε τα παιδιά της με τα πιο υψηλά ιδανικά τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής λευτεριάς κι αξιοπρέπειας.


Κι ήταν πολύ καρπερή κι έμοιαζε μ' ολάνθιστη τριανταφυλλιά, καθώς την περιτριγύριζαν ένα-ένα. 
Στίς 8 Μαρτίου του 1907 απέκτησε τον Κωνσταντίνο, πού έμελλε να διαδραματίσει σπουδαιότατο ρόλο στην πολιτική ζωή τής πατρίδας μας και να κερδίσει επάξια περίλαμπρη θέση στην νεότερη ιστορία μας. 
Τό 1909 άπέκτησε ένα κοριτσάκι, την 'Αθηνά, πού πέθανε μικρό. 
Τό 1911 τήν Όλγα. 
Τό 1913 τόν 'Αλέξανδρο. 
Τό 1917 άλλο κοριτσάκι πού τό ονόμασαν έπίσης 'Αθηνά. 
Τό 1921 τήν 'Αντιγόνη.
Τό 1926 τόν Γραμμένο καί
στά1930 τόν στερνό όλων 'Αχιλ­λέα.

Ή Φωτεινή στο αμόνι τής καρδίας της σφυρηλάτησε την αρετή όλων αυτών των παιδιών. Σμίλευσε τον χαρακτήρα τους. Μετάγγισε με θάλπος, αγάπη και καρτερία -παρά τις δοκιμασίες της- τις αξίες τής ψυχής της στή δική τους καρδιά και δικαίωσε περίτρανα την αλήθεια του λαϊκού δίστιχου:
«'Από τη γη βγαίνει νερό κι απ την ελιά το λάδι κι από τη μάννα την καλή βγαίνει το παλληκάρι»
Γιατί βέβαια δέν τής ήρθαν όλα ρόδινα στή ζωή. Και χρειάστηκε να δείξει πολλές φορές γρανιτένια δύναμη χαρακτήρος κι ατσαλένια αντο­χή, καθώς γεύονταν ανείπωτες λαχτάρες κι αγωνίες συμμεριζόμενη τις περιπέτειες του συζύγου της, πού συχνά σέρνονταν στή φυλακή για την εθνική του δράση.
Ό καπετάν Τσιάρας γράφει: «Χαρακτηριστικούς ενθυμούμαι, ότι κατά μίαν παραταθείσαν φυλάκισίν του, καθ' ην είχον πληροφορίας ότι επρόκειτο νά ασκηθεί ψυχολογική βία εις τήν άνταξίαν σύζυγον αύτου Φωτεινήν, φοβού­μενος κάμψιν του ήθικου αυτής καί τυχόν άποκαλύψεις εις βάρος του ίεροϋ μας άγώνος, έσπευσα νά έπισκεφθώ αυτήν εις τήν οίκίαν της μέ σκοπόν νά έγκαρδιώσω καί προσφέρ εις αυτήν χρήματα καί ένίσχυσιν, εάν ειχεν άνάγκην.
Ή συνάντησίς μου εκείνη μετά τής μητρός τοϋ σημερινου πρωθυ­πουργού παρέμεινε καί θά παραμένει μία άπό τάς πλέον συγκινητικός στιγμάς τής ζωής μου».
Καί ό Μωρίς Ζενεβουά στό βιβλίο του «Ή Ελλάς του Καραμανλή ή δημοκρατία δυσχερής» (σελ. 59-60) ιστορεί:
« Ό Γεώργιος Καραμανλής συνελήφθη πολλές φορές, καί άπό τίς τουρκι­κές αρχές καί άπό τους κομιτατζήδες,κι αργότερα, στή διάρκεια του μεγάλου πολέμου, άπό τίς βουλγαρικές αρχές.
Οι Τούρκοι, άπό τους πρώτους χρόνους τής οργανωμένης άντιστάσεως, είχαν υποπτευθεί τόν ρόλο του.
Πολλές φορές του επιτέθηκαν μανιασμένα γιά νά τόν κάνουν νά μιλήσει.
"Αν τό είχε κάμει, όλες οι ανταρτικές ομάδες του Παγγαίου θά είχαν εξοντωθεί ή τό λιγότερο, θά είχαν εξαρθρωθεί γιά πολύν καιρό. Είναι γνωστές αυτές οι μέθοδοι, παλιές όσο καί ή βαρβαρότητα τών άνθρώπων. "
Αν καί τόν κακομεταχειρίστηκαν, αν καί τόν βασάνισαν, ό Γεώργιος Καραμανλής δέν μίλησε. Φυλακισμένος κάτω άπό σκληρές συνθήκες, έχοντας υποστεί περιοδικώς βασανιστήρια, αντιστάθηκε ηρωικά, επί τρεις μήνες.
Ό Τσάρας, όταν τό πληροφορήθηκε, ανησύχησε. Γνώριζε τήν σταθερότητα του φυλακισμένου. 'Αλλά τί νά σκεφτεί καί ίσως, πώς νά μή φοβηθεί μιά γυναίκα, ηθικά συντριμμένη, έχοντας φτάσει στά έσχατα όρια του θάρρους καί τής νευρικής αντοχής;
Εμφανίστηκε ένα πρωινό στό σπίτι τοϋ Κιούπκιοι καί μέ τήν πρώτη ματιά ένιωσε πώς οι φόβοι του ήταν αβάσιμοι. Γοητευμένος ακόμη μιά φορά άπό τήν ομορφιά τής νέας γυναίκας, θαύμασε εκείνη τή μέρα περισσότερο τήν καρτερία του νεανικού άκόμη προσώπου της (ήταν τότε εικοσιπέντε χρο­νών), τήν αποφασιστική έκφραση τών ματιών της. Τήν έστεφε κάτι σάν φωτοστέφανος πού έπειθε πριν άπό κάθε λόγο. Κάθησε στό μικρό καθημερινό δωμάτιο, κι ένώ εκείνη έβαζε στό τραπέζι τυρί καί μέλι:
  Τί γίνεται ό Γιώργος-, ρώτησε αυτός.
Έμεινε ακίνητη μιά στιγμή, θωρώντας τον κατάματα:
  Τί θά μπορούσε νά γίνει, καπετάνιε; Τόν βασανίζουν αδιάκοπα. Οί δυνάμεις του εξαντλούνται. Θά παραδώσει τό πνεύμα.
Σώπασε γιά λίγο, σήκωσε αργά τό κεφάλι χωρίς ν' αφήσει άπ' τά μάτια της τόν Τσάρα καί συνέχισε μέ τήν ίδια ήρεμη φωνή:
—Γιατί δέν θά πει τίποτε, είμαι βέβαιη. Καί πού θά τόν πάει ή σιωπή του; Τό ξέρεις καί σύ επίσης: στό θάνατο.
Ό Τσάρας, μέ σφιγμένη τήν καρδιά, κατάφερε ώστόσο νά χαμογελάσει.
—Δέν θά πει τίποτα, είναι άλήθεια. Γι' αυτό καί δέν θά πεθάνει. Ή ψυχή είναι δυνατή, κυρά Φωτεινή, ή πιό δυνατή. Έχε εμπιστοσύνη· θά τόν ελευθερώσουν.
Σώπασε καί κείνος μιά στιγμή, δίστασε κάπως στενοχωρημένος.
—Σού έφερα αυτό. Είναι γιά τούς δικηγόρους, αν σού ζητήσουν προκα­ταβολή...
"Αν ό Γιώργος ελευθερωθεί πριν, χρησιμοποίησέ το κατά τήν κρίση σου...Είναι εκατό λίρες.
Καί κείνη:
  Φύλαξε αυτό τό χρήμα, καπετάνιε. Ή καλύτερα, δώστο στούς φτω­χούς. Μέσα στή δοκιμασία πού ζούμε, θά δυσκολευτείς πού νά τό πρωτοδώσεις. Καί πρόσθεσε, καθώς εκείνος σηκώνονταν:
—Έγώ, δόξα στό Θεό, έχω κάποια περιουσία. Θά τά πουλούσα όλα αύριο κιόλας, αν αυτό τό χρήμα μπορούσε νά σώσει τόν Γιώργο».
Είναι απάντηση, πού μόνο μιά μεγάλη καρδιά, μιά πραγματική ηρωίδα θά μπορούσε νά δώσει υπό τό κράτος τέτοιων ψυχολογικών κραδασμών, πού τής γεννούσε τό βουβό δράμα, πού ζούσε. Γιατί πάντα στίς συμφορές της ή Φωτεινή ένδύονταν καρτερία κι επιστράτευε όλη της τήν αξιοπρέπεια καί τήν έλληνική ύπερηφάνεια. 
Κι οί συμφορές κι οί άγωνίες κι οί δοκιμασίες, πού άγγιζαν τά όρια του θανάτου, σημά­δευαν συχνά-πυκνά τήν οικογένειά της στά ταραγμένα χρόνια τών άλλεπάλληλων πολέμων.
Ό Πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής θυμάται:


«Θά ξαναβλέπω πάντοτε τις πρώτες σκηνές τού πολέμου πού μπορώ νά πώ ότι τις έζησα. Ήταν στά 1913, κατά τόν δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο.
Ήμουν έξι χρόνων.
Οί Βούλγαροι μόλις είχαν καταλάβει τό Παγγαίο. Οί ισχνές τακτικές έλληνικές μονάδες, περιπλεγμένες σέ μιά σκληρή άμυντική μάχη στόν ποταμό Άγγίτη, ζήτησαν ενίσχυση άπό τούς χωρικούς τής περιο­χής. Καί ξαναβλέπω τόν πατέρα μου νά κατεβαίνει πρός τήν πεδιάδα έπικεφαλής μιας έκατοντάδος δικών μας. 5
 Εμείς, τά παιδιά, είχαμε μαζευτεί στό άλώνι καί τούς παρακολουθούσαμε μέ τά μάτια. Άντάρτες άπό άλλα χωριά συνενώθηκαν μέ κείνους του Κιούπκιοι. Βάδιζαν. 9Ακούγαμε άπόμακρα τουφεκίδι. Οί καρδιές μας χτυπούσαν. Κατά τό μεσημέρι, οί έλληνικές δυνάμεις υποχώρησαν ώς άσθενέστερες. Οί εθελοντές μας μαζεύτηκαν στό χωριό. Είχαν άφήσει εκεί κάτω μερικούς νεκρούς. Οί κάτοικοι θρηνούσαν, ήταν τρομαγμένοι. Οί Βούλγαροι έφταναν γιά νά λεηλατήσουν, ό Θεός ξέρει, νά μας εκμηδενίσουν κάτω άπό τή μπότα τους. Ό πατέρας μου μίλησε: «Πρέπει νά πάμε πέρ' άπό τόν Στρυμόνα. Οί στρατιώτες μας εκεί κάτω κρατούν τήν περιοχή. Μονάχα έτσι θ' άποφύγουμε τήν αιχμαλωσία».
«Φύγαμε, λοιπόν. Στά μισά τού δρόμου, στό Ροδολειβος, άσχημες ειδή­σεις: Οί Βούλγαροι είχαν προχωρήσει, έκοψαν τόν δρόμο πρός τόν Στρυμό­να! Τί νά κάνουμε; Έπεφτε ή νύχτα. Είχαμε στό χωριό φίλους· μας δέχτηκαν τό βράδυ. Τί ώρες! Γύρω στά μεσάνυχτα, άκούστηκαν πολύ κοντά πυροβολι­σμοί, έπειτα κραυγές, χτυπήματα βημάτων: οί Βούλγαροι είσέβάλαν στό χω­ριό μέ μιά τρομαχτική βοή.
«Μάλιστα, τά ξαναβλέπω δλα αυτά: τόν πατέρα μου, τέσσερις ή πέντε ανθρώπους συσπειρωμένους γύρω του, μέ τό όπλο στό χέρι, Αποφασισμένους νά υπερασπιστούν τόν εαυτό τους, αν οί στρατιώτες επιτίθεντο στό σπίτι. Τήν αγωνία στά μάτια τών γυναικών, τό πατάρι όπου μας έκαμαν νά σκαρφα­λώσουμε, όπου σφιγγόμασταν πάνω τους, εμείς τά παιδιά, μέ τ' αυτιά τεντωμένα, άναπηδώντας στις κραυγές, στούς καλπασμούς τών άλογων.
Φάνηκε ή αυγή: Μιά φωνή αντήχησε στό δρόμο. Ηταν ένας δημόσιος τελάλης. Κατά διαταγή τών Βουλγάρων συνέστησε στούς πρόσφυγες τών γειτονικών χωριών νά ξαναγυρίσουν στά σπίτια τους. Λίγο πριν τό μεσημέρι, όσοι απ' τό Κιούπκιοι, έπαιρναν τό δρόμο: τρεις οικογένειες, άνάμεσά τους ή δική μας, ό πατέρας μου, ή μητέρα μου κι οί δυό μικρότερες άδερφές μου.
Υπάρχουν στή ζωή πολλές παράξενες συμπτώσεις. Κείνη πού μας πρόσ­μενε νά μπορούσε νά γίνει τραγική. Ένα βουλγαρικό απόσπασμα μας έκοψε τόν δρόμο. «Άλτ!»διέταξε ό άξιωματικός «Έλεγχος». Είδα τόν πατέρα μου νά ανασκιρτά. Τά μάτια του είχαν διασταυρωθεί μέ τά μάτια τού άρχηγού τού αποσπάσματος. Εκείνος έκει, χωρίς νά τόν άφήσει μέ τό βλέμμα, έκαμε άπότομα ένα βήμα πρός αυτόν. Ένα άόριστο χαμόγελο γλίστρησε στό πλακουτσωτό πρόσωπο του.
«Πάγωσα ολόκληρος. Τό μίσος, ή κακία, ή είρωνία, μιά δειλή καί θριαμβεύουσα ευχαρίστηση, όλα αυτά ύπήρχαν μέσα στά μάτια πού παρατη­ρούσαν τόν πατέρα μου.
Ένα εξάχρονο παιδί παρατηρεί τά πράγματα αυτά πολύ καλά, είναι ένα μέντιουμ.
'Άρχισα νά τρέμω πάνω στή σέλλα του μουλαριου, οπού με είχαν ανεβάσει γιά τόν δρόμο. "Ολα συνέβηκαν πολύ γρήγορα. Μερικές λέξεις πού βγήκαν μέσ' απ' τά δόντια: «Ξαναβρισκόμαστε, δάσκαλε!» ένα χέρι πού σηκώθηκε καί σκαμπίλησε τόν πατέρα μου, μιά διαταγή σχεδόν σά γαύγισμα: «Φύγετε, σεις οι άλλοι...Τούτον εδώ τόν κρα­τώ!...» Είχα κιόλας πηδήσει άπό τό ζώο, αγκαλιάζοντας τά πόδια τοϋ πατέρα μου. Τίποτε δέν θά μπορούσε νά μέ κάνει νά τ' αφήσω. Ταραχή, κλάματα, παρακλήσεις, δέν καταλάβαινα τίποτα, τίποτα έκτός άπό τό ίδιο μου τό σφίξιμο, μιά σύσπαση, άληθινά άγρια. Καί τελικά, σχεδόν ξαφνικά, μιά χαλά­ρωση, μιά επιστροφή στή ζωή...

Ηταν άσφαλώς ό ίδιος ό πατέρας μου πού ξέσφιξε τά μικρά μου μπράτσα. Ξανάπαιρνε τή θέση του επικεφαλής μας, ξαναφεύγαμε· οι Βούλγαροι άπομακρύνονταν...
«Τί είχε συμβεί; Κατά τόν πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, αυτός ό ίδιος αξιωματικός είχε έλθει μιά μέρα στήν Πρώτη. Είμαστε τότε «σύμμαχοι» κατά τών Τούρκων. 
"Ομως αυτός ό Βούλγαρος στή Μακεδονία...Αυταρχικός, αυθάδης, είχε διατάξει τόν πατέρα μου νά διαβιβάσει στούς κατοίκους του χωριου διαταγές στά βουλγαρικά.
Ό πατέρας μου αρνήθηκε κατηγορηματικά: « Εδώ είμαστε σ' έδαφος έλληνικό».
Ή σύγκρουση ήταν σκληρή, ό χωρισμός τους άγριος, ή ανάμνηση αρκετά δριμεία γιά νά ξανανάψει ή φωτιά υστερ' άπό τόσους μήνες..
.'Αλλά ό άνθρωπος αυτός, ό εχθρός, είχε διατηρήσει αισθήματα ανθρώπινα. Ή ορμή μου τόν είχε συγκινήσει. Είχε παιδιά.
Τό είπε: « Έχω κι εγώ παιδιά. Μπορείς νά ευχαριστήσεις τό άγόρι σου».[4]
Παρόμοια περιστατικά λαχτάριζαν συχνά τήν καρδιά τής Φωτεινής Καραμανλή τά ταραγμένα έκεινα χρόνια.
Μά ό πόνος, πού μέ πείσμα κάθε φορά έκρυβε στά φυλλοκάρδια, έφτασε στό άποκορύφωμά του κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή τής 'Ανατολικής Μακεδονίας στή διάρκεια τοϋ πρώτου παγκοσμίου πολέ­μου. Τότε ήταν πού οι Βούλγαροι, μαζί μέ χιλιάδες Έλληνες πατριώτες τής μαρτυρικής εκείνης περιοχής, έσυραν αιχμάλωτο στή Βουλγαρία τόν άντρα της, επειδή δέν ήθελε νά απαρνηθεί τήν έλληνική του κατα­γωγή. Δεκαοχτώ φριχτοί μήνες πέρασαν έτσι. Χωρίς ειδήσεις του, ενώ τήν καρδιά της ξέσχιζαν κάτι πνιχτοί ψίθυροι πού διαδίδονταν, πώς έκει επάνω στά λατομεία τής Βουλγαρίας συντελούνταν ή πιό απάνθρωπη γενοκτονία. Πώς οι άνδρες κατά εκατοντάδες πέθαιναν καθημερινά έξου- θενωμένοι άπό τήν πείνα, τά καταναγκαστικά έργα καί τά βασανιστήρια.
Κι αύτή πίσω, μόνη στό άδειο καί λεηλατημένο σπιτικό, μ' ένα τσούρμο μικρά παιδιά γύρω της, νά πασχίζει νά εξοικονομήσει λίγα χόρτα καί καμμιά χούφτα αλεύρι, νά τά κρατήσει στή ζωή.
Εύτυχώς τίς πικρές έκεινες μέρες είχε συμπαραστάτη καί τόν Κώ­στα, τό μικρό παλληκαράκι της, πού στά έντεκά του χρόνια αύτοχειροτονήθηκε άρχηγός τής οικογένειας.
Πλάι-πλάι πότιζαν μ' ιδρώτα τή γή, άς σημειωθεί ότι άπό καιρό ό Γεώργιος Καραμανλής είχε εγκαταλεί­ψει τή διδασκαλική κι εϊχε τραπεΐ πρός τήν καπνοκαλλιέργεια- κι έκείνη δέν τούς άφησε νά πεθάνουν. Γιά άλλη μιά φορά ή άξιοσύνη τής Φωτεινής, ή άξιοπρέπεια κι ή έθνική της ύπερηφάνεια είχαν κάνει τό θαϋμα τους.
Κάποτε ό πόλεμος τέλειωσε. Οι ελάχιστοι άπ' τούς έπιζήσαντες αιχμάλωτοι άρχισαν νά γυρίζουν στίς έστίες τους. Ή καρδιά τής Γιώργαινας πήγαινε νά σπάσει άπό τή λαχτάρα. Κι ώ χαρά! Κάποια μέρα γύρισε κι ό άντρας της! Τώρα οί δεκαοχτώ φριχτοί μήνες, πού έζησε μέ θανάσιμη άγωνία, φάνταζαν μακρινό έφιαλτικό όνειρο. Τώρα πετούσε άπό χαρά. Γιατί ήταν πάλι όλοι μαζί: Ό Γιώργης, αύτή, τά παιδιά, μά πρός παντός γιατί ήταν έπί τέλους έλεύθεροι!...
Ρίχτηκαν έπειτα μέ κέφι στή δουλειά κι απέκτησαv πάλι άφθονα άγαθά,ενώ τό σπίτι τους ξαναβρήκε τήν πρωτινή του άκτινοβολία. Μά όλον έκεινον τόν πλούτο δέν τόν κράτησαν μόνο γιά τόν εαυτό τους. Τόν είδαν άπλά σάν δώρο θεού, πού αυτούς διάλεξε γιά διαχειριστές του. Σέ κείνο τό γιορτάσι τής λευτεριάς, σέ κείνο τό πανηγύρι άναδημιουρ- γίας τής ρημαγμένης πατρίδας, ή πλημμυρισμένη συμπόνια καί χριστια­νική άγάπη καρδιά τής Φωτεινής δέν μπορούσε νά νιώθει, ότι οί άπορ- φανισμένες στό χωριό οικογένειες -κι ήταν οί περισσότερες- δυστυ­χούσαν. Πόσες καί πόσες χαροκαμένες μάννες, διακριτικά, σεμνά καί άθόρυβα δέν βοηθήθηκαν τότε άπό τήν 'ίδια νά παντρέψουν κορίτσι ή νά ξαναχτίσουν τό κατεστραμμένο τους σπίτι...Γιαυτό κι όλοι στό Κιούπ­κιοϊ σέβονταν τό φιλεύσπλαγχνο ζεύγος Γεωργίου καί Φωτεινής Καρα­μανλή καί τό περιέβαλλαν μέ τιμή κι εύγνωμοσύνη.
Έν τω μεταξύ ό Κώστας μεγάλωσε κι έπρεπε νά φοιτήσει στό γυμνάσιο. Ό πατέρας του τά κανόνισε νά πάει στή Νέα Ζίχνη καί νά μένει στήν οικογένεια τού φίλου του Νάσου Τζίκη. Ό Ζενεβουά γράφει σχετικά:
«Ό Νάσος Τζίκης, παλιός φίλος, αφοσιωμένος καί σίγουρος, δέχτηκε όλόχαρα τήν οικογένεια.
Ή κυρα-Φωτεινή συνταξείδευε: θέλησε νά ξαναδεί μέ τά ίδια της τά μάτια τούς τόπους όπου θά ζοΰσε ό γυιός της, νά φροντίσει τήν έγκατάσταση αύτή ή ϊδια.
Είναι ή μοίρα όλων τών μαννάδων:
έρχεται πάντοτε ή ώρα του σπαραγ­μού, τής οδυνηρής ύποταγής. 
Ό Γεώργιος ήθελε νά άκολουθήσει ό γυιός του άνώτερες σπονδές.
"Ά ς γίνει έτσι. Άφον ό Κώστας είχε τελειώσει τό δημοτι­κό σχολείο στην Πρώτη, θά πήγαινε στή Νέα Ζίχνη νά μπει στό ήμιγυμνάσιο. Τουλάχιστο δέν θά είναι μονάχος, καθώς θά περιθάλπτεται άπό τήν οικογένεια του Νάσου Τζίκη σάν παιδί της.
Ξανάφυγε γιά τό Κιούπκιοϊ μέ βαριά καρδιά, υστερ' άπό χίλιες δυό συστάσεις: «Πάνω άπ' όλα ό Κώστας νά έκτελεί τά θρησκευτικά του καθήκον­τα, νά έκκλησιάζεται τήν Κυριακή, νά συναντά τόν ιερέα, νά κοινωνεί...». Πολύ ευσεβής, μέ πολλή μητρικότητα κι έχοντας εμπιστοσύνη στόν γυιό της, τά ήθελε όλα τέλεια: στέγη, στοργή, εγγυήσεις γιά τή σωτηρία τής ψυχής του— νά τόν κάνει σ' όλα καλότυχο. Ή ήρεμία του παιδιού άλάφρωσε λίγο τίς ανησυχίες της' τή στιγμή τοϋ αποχωρισμού ό Κώστας δέν έκλαψε», (σελ. 70).
Μετά άπ' τή Νέα Ζίχνη, ό Κωνσταντίνος Καραμανλής ολοκλήρωσε τίς γυμνασιακές του σπουδές στίς Σέρρες κι έπειτα οι γονείς του πραγ­ματοποίησαν τό μεγάλο τους όνειρο: Τόν έστειλαν νά φοιτήσει στό Πανεπιστήμιο 'Αθηνών! Μά πρίν καλά-καλά εισαχθεί, τά οικονομικά τους, άπό τό 1926 καί μετά, άρχισαν νά φθίνουν.
Ή Φωτεινή μέ άξιοπρέπεια καί χριστιανική ταπεινοφροσύνη δέχτη­κε τή συμφορά σάν θεόσταλτη. Στό κάτω-κάτω ήταν μίά ευκαιρία νά διδάξει στά παιδιά της, πώς ή ζωή δέν είναι πάντα εύκολη καί πώς πρέπει κανείς μέ θάρρος, τιμιότητα κι εργατικότητα νά άντιμετωπίζει ό,τι μας επιφυλάσσει.
Ή διδαχή της βρήκε βαθιά άπήχηση στήν ψυχή τοϋ γυιοϋ της Κώστα, πού άντί πανικόβλητος νά διακόψει τίς σπουδές, εργάστηκε σκληρά σάν πλασιέ σέ άσφαλιστική έταιρεία «άσφάλισε τόν κόσμο όλο», όπως έλεγε άργότερα χαριτολογώντας ,καί κέρδισε τό φανταστικό γιά τήν εποχή ποσό τών διακοσίων χιλιάδων δραχμών άνακουφίζοντας οικονομικά τήν οικογένειά του.
Πέρασαν έπειτα κάμποσα χρόνια εύτυχισμένα γιά τή Φωτεινή. Τά παιδιά της πληθύνονταν, όλα γερά, όλα καλοδεχούμενα. Καί πάνω άπ' όλα κρυφό της καμάρι ό Κώστας, νεαρός κι επιτυχημένος πιά δικηγό­ρος, πού ονειρεύονταν ν' άνοίξει φτερά γιά τήν πολιτική. Μά ό πατέρας του είχε άλλη γνώμη. Μέ κάθε τρόπο τόν άποθάρρυνε. Κι ήταν ν' απορεί κανείς, πώς ενώ ό ένας βρίσκονταν τόσο κοντά στόν άλλον, συνεννοούνταν τόσο άσχημα μεταξύ τους. Εύτυχώς άνάμεσά τους ύπήρχε ή δική της γλυκιά παρουσία, πού ενσάρκωνε καί γιά τούς δυό τήν πραότητα, τήν καλοσύνη, τό μέτρο τής δικαιοσύνης καί τής ήμεράδας. Ένα της βλέμμα ήταν άρκετό νά τούς γαληνέψει, νά τούς κάνει νά συναισθανθούν τήν προσωπική τους εύθύνη.
Ό Ζενεβουά, λίγο πρίν ιστορήσει τή βαρυσήμαντη συζήτηση τών dto άνδρών σχετικά μέ τήν έπιθυμία του Κωνσταντίνου νά πολιτευτεί, χαρακτηριστικά σημειώνει:
«"Οταν άφησε τή μητέρα του, πριν μπει στό στενό γραφείο, εκείνη είχε ίνα β/χμμα εύγλωττο. Κατάλαβε κι ή καρδιά του άρχισε νά χτυπά. Καί τώρα ζού. μπροστά στόν πατέρα του, άναθυμάται αύτή τή ματιά, είναι σάν ή μητρική φωνή νά τόν συνέφερε, παρούσα καί ζωντανή άνάμεσά τους: «Μήν στν/χυνεις τά πόδια, Κώστα. Θυμήσου. Θυμήσου τα...όλα», (σελ. 95).

Η Φωτεινή Καραμανλή ανάμεσα στους γυιούς της Αλέξανδρο και Κωνσταντίνο.

Τό 1932 ή Φωτεινή Καραμανλή δέχτηκε τρανή μαχαιριά στήν καρ­διά. Ό Γιώργης, ό καλός της σύντροφος πού πλάι του αναδείχτηκε κι ή ϊδια ήρωίδα, πέθανε άπό τύφο. Ό πόνος της ήταν μεγάλος. Τό κενό βαθύ. Οί ύποχρεώσεις πολλές.
Εύτυχώς άποκούμπι της είχε πάλι τόν Κώστα.

Πού τόν έπόμενο χρόνο τής προσέφερε μεγάλη χαρά, καθώς σέ ήλικία μόλις είκοσιοχτώ χρόνων έκλέγονταν πανηγυρικά πρώτος βου­λευτής Σερρών καί εγκαινίαζε τή λαμπρή πολιτική του σταδιοδρομία, πού έμελλε νά τόν φέρει στά ύπατα άξιώματα.
Άραγε ή μητρική της καρδιά νά προαισθάνθηκε τότε τή μελλοντι­κή δόξα τοϋ Μεγάλου της γυιοΰ; "Αραγε νά άναρρίγησε άπό άγαλλίαση καί εύτυχία, νά σκίρτησε άπό ύπερηφάνεια γιά όσα έμελλε νά άκολουθήσουν;
Γιατί δέν είχε τήν τύχη γιά πολλά χρόνια άκόμα νά ζήσει, νά τόν χαίρεται βλέποντάς τον νά καλπάζει άπό έπιτυχία σ' έπιτυχία. Ή ζωή της έκλεισε ήρεμα καί γαλήνια τό 1940, λίγο πρίν τήν τρίτη βουλγαρική κατοχή τής άγαπημένης της πατρίδας.
Σήμερα στήν άπόλυτη σιγή του άπόμακρου κοιμητηρίου τής Πρώτης, όπου ή βλάστηση πασχίζει νά τυλίξει στην άγνή χορταριασμένη ποδιά της κάθε άνθρώπινο πόνο, ζωντανεύοντας στά μάτια τών άνθρώπων άσφοελούς λειμώνες γιά τούς άγαπημένους νεκρούς, μπορεί νά ξεδιαλύνει κανείς μιά μαρμάρινη πλάκα, λευκή, σεμνή καί άπέριττη, μέ τούτα τά ονόματα:
Γεώργιος Καραμανλής Φωτεινή Καραμανλή.
'Εκεί κοιμούνται οι δυό σύζυγοι.
Πλάι-πλάι. 'Αναπαύονται εν ειρή­νη, γιατί έπετέλεσαν τό χρέος άκέραια πρός κάθε κατεύθυνση. Καί μένει στόν προσκυνητή νά άναλογιστει μέ σεβασμό κι ένδόμιυχη χαρά, πού δέν μπορεί νά τήν άμαυρώσει ή ιδέα τοϋ θανάτου, πώς ή δικαίωση τής Φωτεινής ύπήρξε διπλή: Καί σάν ήρωίδας καί σάν μητέρας.
Σάν ηρωίδας, γιατί άξιώθηκε νά ζήσει τή λευτεριά τής Μακεδονίας.
Σάν μητέρας, γιατί αύτή φύτεψε τίς ώραιότερες καταβολές στήν ψυχή έκείνου, τοϋ Κωνσταντίνου Καραμανλή, πού σμίλευσε τό νέο πρόσωπο τής πατρίδας μας καί οικοδόμησε τό μεγαλείο της. Κι είναι αύτή ή Μάννα έκείνου, γιά τόν όποιον οι Μακεδόνες, κάθε φορά πού θά θέλουν νά καυχηθούν,
«Τέτοιους άντρες γεννά ό τόπος μας!...» θά λένε. Ναί! Είναι αύτή ή Μάννα έκείνου, τόν όποιον οι γενιές τών Πανελλήνων θά άνυμνουν μέ τέτοια έγκώμια:
«Μακαρία ή κοιλία ή βαστάσασά σε καί μαστοί ους έθήλασας...»





[*] Ά. Άνεστοπούλου: «Μακεδονικός Άγων 1903-1908», τόμ. Β\ σελ. 432-435.
[2] Λάκη Ά Ίωαννίδη: «Κωνσταντίνος Καραμανλής, ό άνθρωπος, ό ήγέτης. ό άναμορ- «Ηϋττις». σελ. 12.
[3] Μωρίς Ζενεβουά: «Ή Ελλάς του Καραμανλή ή δημοκρατία δυσχερής», σελ. 48.
[4] Μωρίς Ζενεβουά: «Ή Ελλάς του Καραμανλή ή ή δημοκρατία δυσχερής» σελ. 63-66.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου