Η εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών βρήκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή “αυτοεξόριστο” στο Παρίσι. Ο δημοφιλής ηγέτης της αστικής παράταξης είχε ταχθεί από τις πρώτες ημέρες εναντίον της χούντας και στις επαφές του με στελέχη όλων των παρατάξεων που συναντούσε προκειμένου να συζητήσουν την κατάσταση, εξέφραζε τους φόβους του για “μονιμότητα” της κατάστασης. Αν και δεν διεκδίκησε ποτέ το ρόλο του αντιστασιακού, εν τούτοις ήταν απέναντι στη χούντα. Η στάση που κράτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέναντι στο καθεστώς, έβαζε ουσιαστικά τα θεμέλια μιας ευρείας παράταξης πέρα από τις έννοιες της Δεξιάς και της Αριστεράς. Κι αυτό έγινε πράξη με την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1967 ο Καραμανλής παραχώρησε συνέντευξη στη Γαλλική εφημερίδα «Le Monde», όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική και επικίνδυνη, διότι δεν ετίθετο μόνο το φλέγον ζήτημα της απομάκρυνσης των συνταγματαρχών από την εξουσία, αλλά και εκείνο που σχετιζόταν με την αναίμακτη και ομαλή επιστροφή στη Δημοκρατία.
Οι συνταγματάρχες μετά τη συνέντευξη του Καραμανλή εξέδωσαν κυβερνητική ανακοίνωση, μέσω της οποίας τον κατηγόρησαν ευθέως ότι διακατέχεται από πνεύμα εθνικής ανευθυνότητας, αφού οι δηλώσεις του συνέπιπταν με την όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων που παρατηρούνταν τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η αντίδραση του Καραμανλή στο κυβερνητικό ανακοινωθέν υπήρξε οργισμένη. Την επομένη της έκδοσής του κάλεσε τους ξένους δημοσιογράφους στο σπίτι του στο Παρίσι, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι οι πραξικοπηματίες παραποίησαν τις δηλώσεις του έχοντας το θράσος να ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Έθνος, ότι με τις πράξεις τους όξυναν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και πως η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στον τόπο είναι η απαγκίστρωσή τους από την εξουσία. Έπειτα από μακρά περίοδο σιωπής, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προβαίνει σε δηλώσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος, οι οποίες δημοσιεύθηκαν διεθνώς.
Σε αυτές χαρακτηρίζει το καθεστώς των συνταγματαρχών τυραννικό, το οποίο, όπως αναφέρει, αποσύνθεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, υπονόμευσε την οικονομία, απομόνωσε τη χώρα διεθνώς και μονιμοποίησε την εκτροπή εκ του πολιτεύματος. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι δύο τρόποι υπάρχουν για την επιστροφή στην ομαλότητα. Ή η οικειοθελής απαγκίστρωση των κρατούντων από την εξουσία ή η βίαιη ανατροπή τους. Τονίζει, ακόμα, ότι εάν οι πραξικοπηματίες δεν αντιλαμβάνονται το καθήκον τους απέναντι στον τόπο, αυτό οφείλουν να τους το υποδείξουν οι έχοντες καλές προθέσεις αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων.
Καταλήγει δε αναφέροντας:
«Οφείλω, δε, με την ευκαιρίαν αυτή να βεβαιώσω τους ανησυχούντας διά το μέλλον ότι δεν θα έλυα τη σιωπή μου, εάν δεν επίστευα ότι η χώρα δύναται ακινδύνως να επανέλθει εις την ομαλότητα και εάν δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβάλλω, εν ανάγκη, εις τούτο και προσωπικώς». Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά από την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την ενεργό πολιτική το 1963 που δημοσίως δηλώνει ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, είναι αποφασισμένος να τερματίσει την περίοδο της «αυτοεξορίας» του στο Παρίσι και να αναμιχθεί πάλι με την πολιτική.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1970, ο Γεώργιος Ράλλης συναντήθηκε με τον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι, προτείνοντάς του ως λύση στο αδιέξοδο της χώρας την επιστροφή του στην Ελλάδα και αιτιολογώντας αυτή του τη θέση με την άποψη ότι μόνο εκείνος μπορεί να εγγυηθεί την εθνική ομοψυχία και να επηρεάσει τους αξιωματικούς του στρατού προς την κατεύθυνση της απαλλαγής της χώρας από τους συνταγματάρχες. Εκείνος θα αρνηθεί, ισχυριζόμενος πως, σε μία τέτοια περίπτωση, είναι βέβαιο ότι το καθεστώς θα τον θέσει υπό περιορισμό. Επίσης, παρατήρησε ότι δεν θα δεχόταν να τεθεί επικεφαλής μίας μεταβατικής κυβέρνησης.
Θα ήταν όμως διατεθειμένος να ηγηθεί, σε περίπτωση που προκηρυχθούν εκλογές, μίας ευρείας παράταξης.
Σχεδόν τρεισήμισι χρόνια μετά τις τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του, στις 23 Απριλίου 1973, οι εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη» θα δημοσιεύσουν με περιπετειώδη τρόπο δηλώσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στις δηλώσεις του αυτές ο Καραμανλής αναφέρει ότι είναι σαφές πλέον πως οι δικτάτορες δεν έχουν την πρόθεση να αποκαταστήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, κατηγορώντας τους για ανειλικρινή τακτική και εμπαιγμό εις βάρος του Ελληνικού λαού.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στα προβλήματα που μέχρι τη στιγμή εκείνη έχει δημιουργήσει στη χώρα το δικτατορικό καθεστώς και στην αδιέξοδη, τόσο για τους δικτάτορες όσο και για τη χώρα, πολιτική του προοπτική. Καταλήγει, δε, προτείνοντας ως λύση η δικτατορική κυβέρνηση να καλέσει το βασιλέα και να παραχωρήσει τη θέση της σε μία έμπειρη κυβέρνηση, η οποία ασκώντας για ένα εύλογο χρονικό διάστημα έκτακτες εξουσίες θα δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε ελεύθερες εκλογές.
Οι δηλώσεις του Καραμανλή προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση και ανταπόκριση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πλην των συνταγματαρχών, οι οποίοι μετά τη δημοσίευσή τους έσπευσαν να κατάσχουν τα εναπομείναντα φύλλα των εφημερίδων που τις φιλοξενούσαν, διώκοντας τους υπευθύνους της εφημερίδας «Βραδυνή». Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν οι δύο εφημερίδες να δημοσιεύσουν αυτές τις δηλώσεις. Η «Βραδυνή», π.χ., τυπώθηκε αρχικά με τη συνηθισμένη ύλη προκειμένου να αποφύγει τους λογοκριτές του καθεστώτος και όταν αυτοί έδωσαν την τελική έγκριση ξανατυπώθηκε, στις 3 τα ξημερώματα, η πρώτη σελίδα που φιλοξενούσε τις δηλώσεις.
Τελικά, η κατάσχεση των φύλλων της εφημερίδας δεν εμπόδισε την ευρεία δημοσιοποίηση των θέσεων του Καραμανλή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι του καθεστώτος κατάφεραν να κατασχέσουν λίγα φύλλα σε σχέση με αυτά που τυπώθηκαν. Άλλωστε, πολλοί αγόρασαν περισσότερα του ενός φύλλα, ενώ, σε αρκετές περιπτώσεις, φωτοτυπούνταν η σελίδα της εφημερίδας που περιελάμβανε τις δηλώσεις Καραμανλή και διανέμονταν χέρι χέρι. Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1973, η χούντα του Ιωαννίδη θα διακόψει απότομα και αυθαίρετα την έκδοση της «Βραδυνής», χωρίς ουσιαστικά να αιτιολογήσει αυτή της την πράξη.
Συγκεκριμένα, την ημέρα αυτή άνθρωποι του καθεστώτος, χωρίς καμία έγγραφη εξουσιοδότηση και κατόπιν εντολής του δικτάτορα, εισήλθαν στα γραφεία της εφημερίδας, τα εκκένωσαν, διέκοψαν την έκδοσή της και σφράγισαν τις θύρες εισόδου. Η επίσημη έγγραφη απόφαση του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών για εξάμηνη παύση της έκδοσης της εφημερίδας ανακοινώθηκε 40 ημέρες μετά το σφράγισμα των γραφείων της, χωρίς και πάλι να αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους το καθεστώς προχώρησε σε αυτή την ενέργεια.
Ωστόσο, ο Κ. Παπακωνσταντίνου σε επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 19 Ιανουαρίου 1974, θεωρεί ότι οι πραγματικοί λόγοι του κλεισίματος της «Βραδυνής» από το καθεστώς θα πρέπει να αναζητηθούν στη συχνή δημοσιοποίηση των θέσεων και δηλώσεων του τελευταίου και στην πιθανή επίδραση που ασκούσαν σε αξιωματικούς του στρατού.
Το καλοκαίρι του 1973, όταν ο Παπαδόπουλος θα προκηρύξει το δημοψήφισμα για την αλλαγή της μορφής του πολιτεύματος, ο Κ. Καραμανλής, με δήλωσή του στις 19 Ιουνίου στο ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και στο BBC, θα προτρέψει τους Έλληνες να καταψηφίσουν τις προωθούμενες από το δικτάτορα αλλαγές.
Για το ίδιο θέμα, στις 16 Ιουλίου 1973, ο Κ. Καραμανλής έδωσε στη δημοσιότητα μακροσκελή δήλωσή του, στην οποία αποδοκίμαζε το καθεστώς και το επιχειρούμενο δημοψήφισμα, αναφέροντας ότι οι δικτάτορες εμπαίζουν το λαό και προβαίνουν στη διενέργεια του δημοψηφίσματος και όχι σε μία ωμή επιβολή των σχεδίων τους προκειμένου να εφοδιάσουν με προσχήματα όσους τους στηρίζουν. Τέλος, καλούσε τους Έλληνες πολίτες να απορρίψουν το δημοψήφισμα και να προστατεύσουν την ελευθερία τους και τη χώρα από τις ενέργειες των πραξικοπηματιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου