Εδινε την εντύπωση αυστηρού πολιτικού, κι όμως ήταν στιγμές που έκλαιγε σαν παιδί. 111 χρόνια από τη γέννησή του (8 Μαρτίου 1907) και 20 από τον θάνατό του σαν αύριο
Από τον
Τάσο Κ. Κοντογιαννίδη
Τάσο Κ. Κοντογιαννίδη
Στον τάφο του Κωνσταντίνου Καραμανλή έχει χαραχτεί η φράση «Για να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό, αφιέρωσα τη ζωή μου στην υπηρεσία του ελληνικού λαού». Και συχνά ο ίδιος έλεγε: «Στέγνωσα την ψυχή μου για να υπηρετήσω σωστά αυτόν τον τόπο»...
Οι προσωπικές αυτές θυσίες έδιναν στον πολύ κόσμο την εντύπωση ότι ο Καραμανλής ήταν σκληρός, αυστηρός (ακόμα και με τον εαυτό του) και λιτός. Με άλλα λόγια, θα νόμιζε κανείς πως ερχόταν κατευθείαν από τους σκληροτράχηλους Δωριείς. Λειτουργούσε με τους συνεργάτες του όπως ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, ο οποίος προσπαθεί να βγάλει από τους ηθοποιούς και την τελευταία ικμάδα του ταλέντου τους, για να έχει το ποθητό αποτέλεσμα.
Οι προσωπικές αυτές θυσίες έδιναν στον πολύ κόσμο την εντύπωση ότι ο Καραμανλής ήταν σκληρός, αυστηρός (ακόμα και με τον εαυτό του) και λιτός. Με άλλα λόγια, θα νόμιζε κανείς πως ερχόταν κατευθείαν από τους σκληροτράχηλους Δωριείς. Λειτουργούσε με τους συνεργάτες του όπως ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, ο οποίος προσπαθεί να βγάλει από τους ηθοποιούς και την τελευταία ικμάδα του ταλέντου τους, για να έχει το ποθητό αποτέλεσμα.
Ο Καραμανλής μπορεί να έδινε προς τα έξω αυτή την εντύπωση, του σκληρού και πρακτικού ανθρώπου, αλλά κατά βάθος ήταν βαθιά συναισθηματικός και ευσυγκίνητος. Οταν βρισκόταν μόνος, η ψυχή του λύγιζε, το συναίσθημα τον κυρίευε και τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Ποτέ όμως δεν ήθελε να κλάψει και δεν το επέτρεπε στον εαυτό του μπροστά στους άλλους. Οταν πήγαινε στο χωριό του, στην Πρώτη Σερρών, κλεινόταν στο δωμάτιο όπου μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, έφερνε στον νου του τον μακεδονομάχο πατέρα του Γιώργη και τα δάκρυά του κυλούσαν στο πρόσωπό του.
Σπάνια πήγαινε σε κηδείες φίλων του για να αποφύγει τη συγκίνηση. Η μοναδική εξαίρεση ήταν στην κηδεία του πολύ στενού φίλου και συνεργάτη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, στις 9 Οκτωβρίου 1987, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Και πήγε αφού η Ιωάννα Τσάτσου είχε ζητήσει η κηδεία να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως ήταν και η επιθυμία του εκλιπόντος συζύγου της, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Σπάνια πήγαινε σε κηδείες φίλων του για να αποφύγει τη συγκίνηση. Η μοναδική εξαίρεση ήταν στην κηδεία του πολύ στενού φίλου και συνεργάτη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, στις 9 Οκτωβρίου 1987, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Και πήγε αφού η Ιωάννα Τσάτσου είχε ζητήσει η κηδεία να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως ήταν και η επιθυμία του εκλιπόντος συζύγου της, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Τα πρόσωπα που παρευρέθηκαν δεν ξεπερνούσαν τα δέκα. Η απώλεια του φίλου συγκλόνισε τον Καραμανλή. Τα μάτια του ήταν συνεχώς βουρκωμένα. Και όταν ο ιερέας έψαλε το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν», οι παρευρισκόμενοι είδαν έναν άλλον Καραμανλή, που δεν τον είχαν συνηθίσει ποτέ. Κλαίγοντας απαρηγόρητα, έπεσε στην αγκαλιά της Ιωάννας Τσάτσου, μη μπορώντας να συγκρατήσει τη συγκίνησή του.
Εκπλήρωση χρέους
Η στιγμή εκείνη για τον Καραμανλή ήταν η εκπλήρωση του χρέους απέναντι στον φίλο, που τον τίμησε με εμπιστοσύνη και φιλία που άρχισε στην διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και σφυρηλατήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια.
Τιμούσε ο Καραμανλής τους πιστούς φίλους του, τους αγαπούσε κι έκλαιγε όταν τους αποχωριζόταν, όπως στην περίπτωση του στρατηγού Σόλωνα Γκίκα. Πιστός και αφοσιωμένος φίλος του ήταν ο Γκίκας. Τον στήριξε όταν πρωτόγινε πρωθυπουργός, από τη θέση του αρχηγού ΓΕΣ, το 1955. Και όταν αποστρατεύτηκε, πολιτεύτηκε με την ΕΡΕ. Μετά τη Μεταπολίτευση ο Γκίκας ανέλαβε το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και, όταν αποφάσισε τον Ιανουάριο του 1976 να αποσυρθεί, αφού έφερε εις πέρας το δύσκολο έργο του τομέα της Δημοσίας Τάξεως, πήγε στο πολιτικό γραφείο να υποβάλει την παραίτησή του. Τι συνέβη μου το διηγήθηκε ένας επίσης στενός φίλος και συνεργάτης του Καραμανλή και ο πιο τίμιος και παρεξηγημένος για τη φιλαλήθεια του πολιτικός, ο Γεώργιος Ράλλης : «Τον Καραμανλή τον έχω ζήσει σε πολύ κρίσιμες στιγμές, καθώς και σε περιόδους μεγάλων επιτυχιών. Πάντοτε κατάφερνε να κρύβει τη συγκίνησή του όταν δεν ήταν μόνος. Το λέω αυτό γιατί, όταν είχε δεχτεί τον Σόλωνα Γκίκα για να κάνει δεκτή την παραίτησή του, μπήκα στο γραφείο του αμέσως μετά τη συνάντησή τους χωρίς να αναγγελθώ και τον βρήκα να σκουπίζει τα δάκρυά του, που έτρεχαν ποτάμι στο πρόσωπό του. Μόλις με είδε, μου είπε με φωνή που έτρεμε: “Γερνάω, Γιώργη, και συγκινούμαι εύκολα”. Επειδή διέκρινα κάποια ντροπή στα λόγια του, απάντησα πως είναι φυσικό να συγκινείται, αφού τελειώνει μια συνεργασία που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια και άλλωστε δεν είναι καμιά ντροπή να αισθάνεται κανείς έτσι. Αντίθετα, είναι ανθρώπινο αυτό το συναίσθημα και δεν έχει καμιά σχέση με την ηλικία...»
Η στιγμή εκείνη για τον Καραμανλή ήταν η εκπλήρωση του χρέους απέναντι στον φίλο, που τον τίμησε με εμπιστοσύνη και φιλία που άρχισε στην διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και σφυρηλατήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια.
Τιμούσε ο Καραμανλής τους πιστούς φίλους του, τους αγαπούσε κι έκλαιγε όταν τους αποχωριζόταν, όπως στην περίπτωση του στρατηγού Σόλωνα Γκίκα. Πιστός και αφοσιωμένος φίλος του ήταν ο Γκίκας. Τον στήριξε όταν πρωτόγινε πρωθυπουργός, από τη θέση του αρχηγού ΓΕΣ, το 1955. Και όταν αποστρατεύτηκε, πολιτεύτηκε με την ΕΡΕ. Μετά τη Μεταπολίτευση ο Γκίκας ανέλαβε το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και, όταν αποφάσισε τον Ιανουάριο του 1976 να αποσυρθεί, αφού έφερε εις πέρας το δύσκολο έργο του τομέα της Δημοσίας Τάξεως, πήγε στο πολιτικό γραφείο να υποβάλει την παραίτησή του. Τι συνέβη μου το διηγήθηκε ένας επίσης στενός φίλος και συνεργάτης του Καραμανλή και ο πιο τίμιος και παρεξηγημένος για τη φιλαλήθεια του πολιτικός, ο Γεώργιος Ράλλης : «Τον Καραμανλή τον έχω ζήσει σε πολύ κρίσιμες στιγμές, καθώς και σε περιόδους μεγάλων επιτυχιών. Πάντοτε κατάφερνε να κρύβει τη συγκίνησή του όταν δεν ήταν μόνος. Το λέω αυτό γιατί, όταν είχε δεχτεί τον Σόλωνα Γκίκα για να κάνει δεκτή την παραίτησή του, μπήκα στο γραφείο του αμέσως μετά τη συνάντησή τους χωρίς να αναγγελθώ και τον βρήκα να σκουπίζει τα δάκρυά του, που έτρεχαν ποτάμι στο πρόσωπό του. Μόλις με είδε, μου είπε με φωνή που έτρεμε: “Γερνάω, Γιώργη, και συγκινούμαι εύκολα”. Επειδή διέκρινα κάποια ντροπή στα λόγια του, απάντησα πως είναι φυσικό να συγκινείται, αφού τελειώνει μια συνεργασία που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια και άλλωστε δεν είναι καμιά ντροπή να αισθάνεται κανείς έτσι. Αντίθετα, είναι ανθρώπινο αυτό το συναίσθημα και δεν έχει καμιά σχέση με την ηλικία...»
Η ορκωμοσία
Ο Γ. Ράλλης θυμάται να είδε κι άλλη φορά τον Καραμανλή συγκινημένο. Οταν αποχώρησε από την ηγεσία του κόμματος της Ν.Δ. και εξελέγη Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ηταν Μάιος του 1980. Λίγο πριν από την τελετή της ορκωμοσίας ήταν βουρκωμένος. Κάτι τον έπνιγε. Ενιωθε μοναξιά και ας ήταν τριγυρισμένος από πλήθος φίλων και συνεργατών του. «Στην τελετή δεν δάκρυσε, αλλά πρώτη φορά τον είδα μπροστά στον κόσμο να είναι κατάχλομος και το χέρι του κατά την ορκωμοσία να τρέμει ελαφρά» διηγείται ο Γεώργιος Ράλλης. «Οταν μείναμε μόνοι στο πολιτικό γραφείο, περιμένοντας την ώρα της κατάθεσης στεφάνου στον Αγνωστο Στρατιώτη, η όλη του συμπεριφορά έδειχνε πως αισθανόταν εξαιρετικά συγκινημένος...»
Ο Γ. Ράλλης θυμάται να είδε κι άλλη φορά τον Καραμανλή συγκινημένο. Οταν αποχώρησε από την ηγεσία του κόμματος της Ν.Δ. και εξελέγη Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ηταν Μάιος του 1980. Λίγο πριν από την τελετή της ορκωμοσίας ήταν βουρκωμένος. Κάτι τον έπνιγε. Ενιωθε μοναξιά και ας ήταν τριγυρισμένος από πλήθος φίλων και συνεργατών του. «Στην τελετή δεν δάκρυσε, αλλά πρώτη φορά τον είδα μπροστά στον κόσμο να είναι κατάχλομος και το χέρι του κατά την ορκωμοσία να τρέμει ελαφρά» διηγείται ο Γεώργιος Ράλλης. «Οταν μείναμε μόνοι στο πολιτικό γραφείο, περιμένοντας την ώρα της κατάθεσης στεφάνου στον Αγνωστο Στρατιώτη, η όλη του συμπεριφορά έδειχνε πως αισθανόταν εξαιρετικά συγκινημένος...»
Δύο χρόνια νωρίτερα, τον Μάιο του 1978, ο Κων. Καραμανλής δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυά του στη Νέα Υόρκη, μπροστά στα Ελληνόπουλα που τον υποδέχθηκαν ως «Πατριάρχη των Ελλήνων». Ντυμένα με φουστανέλες και κρατώντας στα χέρια ελληνικές και αμερικανικές σημαίες, υποδέχθηκαν με θερμότατες εκδηλώσεις αγάπης τον τότε πρωθυπουργό. Και όταν τα παιδιά τού είπαν «σ' αγαπάμε και θα σ' αγαπάμε πάντα γιατί υπερασπίζεις την πατρίδα μας», ο Καραμανλής ίσως βρήκε στα λόγια εκείνα των παιδιών την ηθική δικαίωση. Βουρκωμένος, τα πλησίασε, αγκάλιασε ένα από αυτά και το φίλησε για να τα ευχαριστήσει.
Εκπληκτα τότε είδαν τα Ελληνόπουλα τον μεγάλο εκείνον ηγέτη που θεωρούσαν πατέρα του έθνους να δακρύζει μπροστά τους και να διαισθάνεται το μεγάλο φορτίο του καθήκοντος και του χρέους που είχε στους ώμους του. Το ίδιο έγινε και στον Καναδά. Στην Αυστραλία, όταν άρχισαν τα παιδιά να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, οι τεχνικοί και ο κάμεραμαν της ΕΡΤ τον είδαν συγκινημένο, κατέβασαν τις κάμερες και ο Καραμανλής γύρισε αλλού το πρόσωπό του για να μην τον δουν. Μόλις όμως τον είδαν τα μέλη της αποστολής αλλά και οι Ελληνοαυστραλοί, δεν μπόρεσαν να κρατηθούν κι άρχισαν να κλαίνε όλοι από συγκίνηση.
Εκπληκτα τότε είδαν τα Ελληνόπουλα τον μεγάλο εκείνον ηγέτη που θεωρούσαν πατέρα του έθνους να δακρύζει μπροστά τους και να διαισθάνεται το μεγάλο φορτίο του καθήκοντος και του χρέους που είχε στους ώμους του. Το ίδιο έγινε και στον Καναδά. Στην Αυστραλία, όταν άρχισαν τα παιδιά να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, οι τεχνικοί και ο κάμεραμαν της ΕΡΤ τον είδαν συγκινημένο, κατέβασαν τις κάμερες και ο Καραμανλής γύρισε αλλού το πρόσωπό του για να μην τον δουν. Μόλις όμως τον είδαν τα μέλη της αποστολής αλλά και οι Ελληνοαυστραλοί, δεν μπόρεσαν να κρατηθούν κι άρχισαν να κλαίνε όλοι από συγκίνηση.
Τα δάκρυά του για τη Μακεδονία, που συγκλόνισαν όλους τους Ελληνες
Από τότε, άλλη μια φορά, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μπροστά στο πλήθος, δεν θα συγκρατήσει τα δάκρυά του από την έντονη συγκίνηση.
Ηταν 28 Απριλίου 1992. Το αεροπλάνο της γραμμής τον έφερε στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν πλήθη λαού και οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες.
Το «μακεδονικό θέμα» την εποχή εκείνη συγκινούσε έντονα τους Ελληνες (δυστυχώς σήμερα είναι πάλι στο προσκήνιο και συγκινεί πολύ μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού). Η τότε κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη έδινε σκληρές μάχες σε όλα τα μέτωπα για να πείσει τους δύσπιστους ξένους φίλους και συμμάχους να δεχθούν τις δίκαιες ελληνικές θέσεις. Αλλά εκείνοι αγρόν ηγόραζαν... Αλλοτε κατανοούσαν και άλλοτε θεωρούσαν υπερβολική την ελληνική ευαισθησία.
Ηταν 28 Απριλίου 1992. Το αεροπλάνο της γραμμής τον έφερε στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν πλήθη λαού και οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες.
Το «μακεδονικό θέμα» την εποχή εκείνη συγκινούσε έντονα τους Ελληνες (δυστυχώς σήμερα είναι πάλι στο προσκήνιο και συγκινεί πολύ μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού). Η τότε κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη έδινε σκληρές μάχες σε όλα τα μέτωπα για να πείσει τους δύσπιστους ξένους φίλους και συμμάχους να δεχθούν τις δίκαιες ελληνικές θέσεις. Αλλά εκείνοι αγρόν ηγόραζαν... Αλλοτε κατανοούσαν και άλλοτε θεωρούσαν υπερβολική την ελληνική ευαισθησία.
Αυτή η αχαρακτήριστη στάση των συμμάχων και συνεταίρων μας στην τότε ΕΟΚ εξόργιζε τους πάντες και κυρίως τον πρώτο πολίτη της χώρας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ετσι, μόλις οι δημοσιογράφοι τον πλησίασαν για να του πάρουν κάποια δήλωση για την παρουσία του στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας Θεσσαλονίκη, το χαμόγελο από τη λαμπρή υποδοχή που του έκαναν χάθηκε μονομιάς από το πρόσωπό του.
Πήρε σοβαρό ύφος και άρχισε να λέει: «Ελπίζω να καταλάβουν οι σύμμαχοι και εταίροι μας επιτέλους ότι υπάρχει μία και μόνο Μακεδονία...» Και με βουρκωμένα μάτια και φωνή τρεμάμενη πρόσθεσε: «Και η Μακεδονία αυτή... είναι... ελληνική!»
Ολοι παγώσαμε, καθώς τον βλέπαμε να κλαίει από την έντονη συγκίνηση, από την αδικία που γινόταν πάνω σε ένα ευαίσθητο εθνικό θέμα, που πλήγωνε τους Ελληνες
Πήρε σοβαρό ύφος και άρχισε να λέει: «Ελπίζω να καταλάβουν οι σύμμαχοι και εταίροι μας επιτέλους ότι υπάρχει μία και μόνο Μακεδονία...» Και με βουρκωμένα μάτια και φωνή τρεμάμενη πρόσθεσε: «Και η Μακεδονία αυτή... είναι... ελληνική!»
Ολοι παγώσαμε, καθώς τον βλέπαμε να κλαίει από την έντονη συγκίνηση, από την αδικία που γινόταν πάνω σε ένα ευαίσθητο εθνικό θέμα, που πλήγωνε τους Ελληνες
Αυτός ήταν ο Καραμανλής. Σοβαρός και χαμογελαστός. Σκληρός και ευαίσθητος. Ενα περίεργο κράμα ανθρώπου που θυσίασε από την ανθρωπιά του όλα τα υπέρ και κράτησε όλα τα κατά. Θυσίασε την προσωπική ευτυχία και κράτησε την προσωπική του δυστυχία, συναισθηματική υπερευαισθησία, λογική υπεραυστηρότητα, απόλυτη συνέπεια, υπευθυνότητα, σοβαρότητα, αυτά που γράφουμε στην αρχή.
Ο πολιτικός Καραμανλής είναι ο άνθρωπος που κλαίει. Ενας δημόσιος άνδρας που κλαίει όπως ένας ιδιώτης, που μέσα από τα βάθη της ψυχής του αναβλύζει το δάκρυ και πηγάζει η μελαγχολία. Ο Αχιλλέας κλαίει για τον χαμό του φίλου του Πατρόκλου. Ο Καραμανλής κλαίει για τον χαμό των φίλων του, του Αλέξη Μινωτή, του Κων. Τσάτσου, του Κων. Παπακωνσταντίνου, του Σόλωνα Γκίκα, του Τάκη Χορν… Αυτός ήταν ο Καραμανλής. Ενας άνθρωπος ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, όπως όλοι μας…
(σ.σ.: Ευχαριστούμε το Ιδρυμα «Κων. Γ. Καραμανλής» για τις φωτογραφίες που μας πρόσφερε.)
Ο πολιτικός Καραμανλής είναι ο άνθρωπος που κλαίει. Ενας δημόσιος άνδρας που κλαίει όπως ένας ιδιώτης, που μέσα από τα βάθη της ψυχής του αναβλύζει το δάκρυ και πηγάζει η μελαγχολία. Ο Αχιλλέας κλαίει για τον χαμό του φίλου του Πατρόκλου. Ο Καραμανλής κλαίει για τον χαμό των φίλων του, του Αλέξη Μινωτή, του Κων. Τσάτσου, του Κων. Παπακωνσταντίνου, του Σόλωνα Γκίκα, του Τάκη Χορν… Αυτός ήταν ο Καραμανλής. Ενας άνθρωπος ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, όπως όλοι μας…
(σ.σ.: Ευχαριστούμε το Ιδρυμα «Κων. Γ. Καραμανλής» για τις φωτογραφίες που μας πρόσφερε.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου