Γ. Κουρής: 26,8 δισ.ευρώ και όχι 119,6 δισ. ευρώ το χρέος που άφησε η κυβέρνηση Καραμανλή
Η «μαύρη τρύπα» που δημιουργήθηκε στο δημόσιο χρέος κατά την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή (2004-2009) δεν ήταν 119,6 δισ. ευρώ, αλλά μόνο 26,8 δισ., όπως αναφέρει σε άρθρο του ο πρώην ΓΓ Δημοσιονομικής Πολιτικής, Διδάκτωρ Οικονομικών και πρώην ανώτερος υπάλληλος του ΟΟΣΑ στο Παρίσι, Γιώργος Κουρής.
Του Γιώργου Κουρή
Του Γιώργου Κουρή
Eίναι πολύ άδικο να ρίχνει κανείς την ευθύνη για τη διόγκωση του δημόσιου χρέους στην περίοδο 2004-2009. Η ανάλυση των αριθμών δείχνει ότι η αύξηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο υψηλό χρέος που είχε ήδη δημιουργηθεί τα προηγούμενα 20 χρόνια και σε ηθελημένη απόκρυψη δανείων της κυβέρνησης Σημίτη. Παράλληλα με ανακατασκευή των δημοσιονομικών δεδομένων για το έλλειμμα του 2009 η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου χρέωσε πολλά δισ. στη Ν.Δ., θέμα πλέον που διερευνά η Δικαιοσύνη.
Το δημόσιο χρέος αναμφίβολα είναι μια χιονόμπαλα που διαχρονικά μεγαλώνει και έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1980. Από 1,6 δισ. (ή 23% του ΑΕΠ) στο τέλος του 1980 έφτασε τα 320 δισ. (ή 180% του ΑΕΠ) το 2017. Στη διαδρομή της αύξησης του δημόσιου χρέους αποτυπώνονται η κοινωνική και η πολιτική ιστορία μας και δυστυχώς αποτελεί σάκο του μποξ, όπου η μια παράταξη κατηγορεί την άλλη για την τεράστια αύξηση του χρέους, η οποία τελικά βαραίνει όλους μας με πολλαπλούς δυσβάσταχτους φόρους. Ορισμένα πράγματα πρέπει να ξεκαθαριστούν αναφορικά με την πορεία του δημόσιου χρέους, προκειμένου να αποδοθούν τα του καίσαρος τω καίσαρι.
Πολλαπλές είναι οι βολές για την περίοδο 2004-2009 όπου καταγράφτηκε ένα σημαντικό άλμα στο δημόσιο χρέος στο τέλος της διακυβέρνησης Καραμανλή. Η λογική της κατηγορίας αυτής στηρίζεται στην απλοϊκή διαπίστωση ότι το χρέος στο τέλος του 2003 ήταν 181,5 δισ. ενώ στο τέλος του 2009 είχε φτάσει τα 301,1 δισ.1 Αρα η διαφορά μεταξύ αυτών των χρονικών σημείων, που είναι 119,6 δισ., οφείλεται σε κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών επί Ν.Δ.
Πολλαπλές είναι οι βολές για την περίοδο 2004-2009 όπου καταγράφτηκε ένα σημαντικό άλμα στο δημόσιο χρέος στο τέλος της διακυβέρνησης Καραμανλή. Η λογική της κατηγορίας αυτής στηρίζεται στην απλοϊκή διαπίστωση ότι το χρέος στο τέλος του 2003 ήταν 181,5 δισ. ενώ στο τέλος του 2009 είχε φτάσει τα 301,1 δισ.1 Αρα η διαφορά μεταξύ αυτών των χρονικών σημείων, που είναι 119,6 δισ., οφείλεται σε κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών επί Ν.Δ.
Ημερομηνίες
Το πρώτο σημείο που παραβλέπουν (ίσως ηθελημένα) πολλοί είναι οι ημερομηνίες. Η διακυβέρνηση Καραμανλή άρχισε από το δεύτερο τρίμηνο του 2004 και τερμάτισε στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2009. Τα δύο αυτά τρίμηνα είναι σημαντικά και θα πρέπει να εξαιρούνται των υπολογισμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα τριμηνιαία στοιχεία του δημόσιου χρέους που διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος, βλέπουμε ότι στο τέλος Μαρτίου του 2004 το δημόσιο χρέος ήταν 187,6 δισ., ενώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2009 ήταν 297,3 δισ. Η πραγματική επομένως διαφορά στο δημόσιο χρέος τα 5,5 χρόνια της Ν.Δ. ήταν 109,6 δισ., 10 δισ. λιγότερο απ' ό,τι δείχνει η απλή αφαίρεση που περιλαμβάνει ολόκληρη η εξαετία.
Πέραν αυτού, όταν ήλθε στην εξουσία η Ν.Δ., έπρεπε να πληρώνει τους τόκους του δημόσιου χρέους που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Το κράτος έχει συνέχεια, και όταν τόκοι για το δημόσιο χρέος τότε έτρεχαν με έναν ετήσιο ρυθμό της τάξης των 9 δισ., αναγκαστικά τα δάνεια πληρώνονται. Το δημόσιο χρέος που κληρονόμησε η τότε κυβέρνηση ήταν σε ομόλογα σταθερού επιτοκίου (κατά 93%) και είχε μέση διάρκεια ζωής 6,2 έτη. Δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια των 5,5 ετών διακυβέρνησης της Ν.Δ. έπρεπε να πληρωθούν τόκοι σχεδόν 50 δισ. (για την ακρίβεια, 49,8 δισ.). Αυτό σημαίνει ότι η διαφορά του χρέους μεταξύ των ετών 2004-2009, που, όταν αφαιρέσουμε τα τρίμηνα στην αρχή και στο τέλος, ήταν 109,6 δισ., μετά την αφαίρεση των δαπανών για τόκους του δημόσιου χρέους που κληρονομήθηκε μειώνεται σε 59,8 δισ.
Την άνοιξη του 2004 η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. βρήκε στα αρχεία του ΓΛΚ δάνεια προηγούμενων ετών που δεν είχαν καταχωριστεί στο δημόσιο χρέος. Αυτά κυρίως ήταν μη καταγραμμένα δάνεια για τα εξοπλιστικά προγράμματα, ένα ομόλογο «βόμβα» με 18 swaps του υφυπουργού Δρυ, που αύξανε ανεξέλεγκτα το χρέος, σημαντικότατες οφειλές του Δημοσίου προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τα αποθεματικά της Αγροτικής Τράπεζας, και καταπτώσεις εγγυήσεων που είχαν δοθεί τα προηγούμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, όταν έφυγε από την εξουσία η Ν.Δ. στις 4 Οκτωβρίου του 2009, η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φούσκωσε παράλογα το έλλειμμα και το χρέος του 2009 για τους δικούς της πολιτικούς σκοπούς.
Ας πάρουμε τα στοιχεία με τη σειρά. Εξοπλισμοί πολλών δισ. είχαν πραγματοποιηθεί επί κυβέρνησης Σημίτη που χρηματοδοτούντο με δάνεια τραπεζών από το Λονδίνο. Τα δάνεια αυτά δεν καταχωρίζονταν στο χρέος, με τη δικαιολογία ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο 100% οι παραδόσεις (των αεροπλάνων, τανκς κ.λπ.) ή ότι κατά την παράδοση δεν είχε γίνει πρωτόκολλο παραλαβής λόγω λαθών του κατασκευαστή, και άλλες παρόμοιες δικαιολογίες. Οι εκταμιεύσεις όμως προκαταβολών στα εργοστάσια κατασκευής και οι πληρωμές κάθε τμήματος της παραγγελίας που έφτανε στην Ελλάδα γίνονταν κανονικά. Παράλληλα, η Eurostat είχε εντοπίσει την παραποίηση των στοιχείων του δημόσιου χρέους και διαμαρτυρόταν με πολλούς αστερίσκους και προειδοποιήσεις για τα λανθασμένα ελληνικά στοιχεία, χωρίς όμως να γίνει κάποια τακτοποίηση μέχρι την άνοιξη του 2004.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. ήταν αναγκασμένη να αποκαταστήσει την ορθότητα των στατιστικών και με την απογραφή που έγινε καταχώρισε στο δημόσιο χρέος τα μη καταγραμμένα δάνεια του ΠΑΣΟΚ που στην περίπτωση των εξοπλιστικών ήταν 8,6 δισ.
Επίσης, ανακαλύφθηκε ένα άφαντο ομόλογο του υφυπουργού Δρυ που είχε κατασκευαστεί τον Ιούνιο του 2001 με στόχο να μειωθεί το χρέος κατά 2,7 δισ. Επειδή όμως το ομόλογο αυτό σε αξία αυξανόταν ανεξέλεγκτα λόγω της δομής του η οποία στηριζόταν σε 18 swaps (δηλαδή 18 αβέβαιες οικονομικές εξελίξεις), αναγκάστηκε το υπ. Οικονομικών να το αναμορφώσει και να βάλει οροφές στην αύξησή του δύο φορές (το 2002 και το 2003). Κάθε φορά όμως που παρενέβαινε στη δομή των swaps, η αξία του ομολόγου αυξανόταν, άρα και οι δανειακές υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Οταν η κυβέρνηση της Ν.Δ. κατάλαβε σε βάθος το ρίσκο και το κόστος αυτού του κρυφού μέχρι τότε ομολόγου, το αποδέσμευσε από το σχήμα των πολλαπλών swaps και ό,τι απέμεινε το ενέταξε στο δημόσιο χρέος. Ετσι, δημιουργήθηκε ένα πρόσθετο χρέος της τάξης των 5,2 δισ. από ένα ατυχές και πανάκριβο πείραμα τεχνητής μείωσης του δημόσιου χρέους.
Το πρώτο σημείο που παραβλέπουν (ίσως ηθελημένα) πολλοί είναι οι ημερομηνίες. Η διακυβέρνηση Καραμανλή άρχισε από το δεύτερο τρίμηνο του 2004 και τερμάτισε στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2009. Τα δύο αυτά τρίμηνα είναι σημαντικά και θα πρέπει να εξαιρούνται των υπολογισμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα τριμηνιαία στοιχεία του δημόσιου χρέους που διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος, βλέπουμε ότι στο τέλος Μαρτίου του 2004 το δημόσιο χρέος ήταν 187,6 δισ., ενώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2009 ήταν 297,3 δισ. Η πραγματική επομένως διαφορά στο δημόσιο χρέος τα 5,5 χρόνια της Ν.Δ. ήταν 109,6 δισ., 10 δισ. λιγότερο απ' ό,τι δείχνει η απλή αφαίρεση που περιλαμβάνει ολόκληρη η εξαετία.
Πέραν αυτού, όταν ήλθε στην εξουσία η Ν.Δ., έπρεπε να πληρώνει τους τόκους του δημόσιου χρέους που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Το κράτος έχει συνέχεια, και όταν τόκοι για το δημόσιο χρέος τότε έτρεχαν με έναν ετήσιο ρυθμό της τάξης των 9 δισ., αναγκαστικά τα δάνεια πληρώνονται. Το δημόσιο χρέος που κληρονόμησε η τότε κυβέρνηση ήταν σε ομόλογα σταθερού επιτοκίου (κατά 93%) και είχε μέση διάρκεια ζωής 6,2 έτη. Δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια των 5,5 ετών διακυβέρνησης της Ν.Δ. έπρεπε να πληρωθούν τόκοι σχεδόν 50 δισ. (για την ακρίβεια, 49,8 δισ.). Αυτό σημαίνει ότι η διαφορά του χρέους μεταξύ των ετών 2004-2009, που, όταν αφαιρέσουμε τα τρίμηνα στην αρχή και στο τέλος, ήταν 109,6 δισ., μετά την αφαίρεση των δαπανών για τόκους του δημόσιου χρέους που κληρονομήθηκε μειώνεται σε 59,8 δισ.
Την άνοιξη του 2004 η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. βρήκε στα αρχεία του ΓΛΚ δάνεια προηγούμενων ετών που δεν είχαν καταχωριστεί στο δημόσιο χρέος. Αυτά κυρίως ήταν μη καταγραμμένα δάνεια για τα εξοπλιστικά προγράμματα, ένα ομόλογο «βόμβα» με 18 swaps του υφυπουργού Δρυ, που αύξανε ανεξέλεγκτα το χρέος, σημαντικότατες οφειλές του Δημοσίου προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τα αποθεματικά της Αγροτικής Τράπεζας, και καταπτώσεις εγγυήσεων που είχαν δοθεί τα προηγούμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, όταν έφυγε από την εξουσία η Ν.Δ. στις 4 Οκτωβρίου του 2009, η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φούσκωσε παράλογα το έλλειμμα και το χρέος του 2009 για τους δικούς της πολιτικούς σκοπούς.
Ας πάρουμε τα στοιχεία με τη σειρά. Εξοπλισμοί πολλών δισ. είχαν πραγματοποιηθεί επί κυβέρνησης Σημίτη που χρηματοδοτούντο με δάνεια τραπεζών από το Λονδίνο. Τα δάνεια αυτά δεν καταχωρίζονταν στο χρέος, με τη δικαιολογία ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο 100% οι παραδόσεις (των αεροπλάνων, τανκς κ.λπ.) ή ότι κατά την παράδοση δεν είχε γίνει πρωτόκολλο παραλαβής λόγω λαθών του κατασκευαστή, και άλλες παρόμοιες δικαιολογίες. Οι εκταμιεύσεις όμως προκαταβολών στα εργοστάσια κατασκευής και οι πληρωμές κάθε τμήματος της παραγγελίας που έφτανε στην Ελλάδα γίνονταν κανονικά. Παράλληλα, η Eurostat είχε εντοπίσει την παραποίηση των στοιχείων του δημόσιου χρέους και διαμαρτυρόταν με πολλούς αστερίσκους και προειδοποιήσεις για τα λανθασμένα ελληνικά στοιχεία, χωρίς όμως να γίνει κάποια τακτοποίηση μέχρι την άνοιξη του 2004.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. ήταν αναγκασμένη να αποκαταστήσει την ορθότητα των στατιστικών και με την απογραφή που έγινε καταχώρισε στο δημόσιο χρέος τα μη καταγραμμένα δάνεια του ΠΑΣΟΚ που στην περίπτωση των εξοπλιστικών ήταν 8,6 δισ.
Επίσης, ανακαλύφθηκε ένα άφαντο ομόλογο του υφυπουργού Δρυ που είχε κατασκευαστεί τον Ιούνιο του 2001 με στόχο να μειωθεί το χρέος κατά 2,7 δισ. Επειδή όμως το ομόλογο αυτό σε αξία αυξανόταν ανεξέλεγκτα λόγω της δομής του η οποία στηριζόταν σε 18 swaps (δηλαδή 18 αβέβαιες οικονομικές εξελίξεις), αναγκάστηκε το υπ. Οικονομικών να το αναμορφώσει και να βάλει οροφές στην αύξησή του δύο φορές (το 2002 και το 2003). Κάθε φορά όμως που παρενέβαινε στη δομή των swaps, η αξία του ομολόγου αυξανόταν, άρα και οι δανειακές υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Οταν η κυβέρνηση της Ν.Δ. κατάλαβε σε βάθος το ρίσκο και το κόστος αυτού του κρυφού μέχρι τότε ομολόγου, το αποδέσμευσε από το σχήμα των πολλαπλών swaps και ό,τι απέμεινε το ενέταξε στο δημόσιο χρέος. Ετσι, δημιουργήθηκε ένα πρόσθετο χρέος της τάξης των 5,2 δισ. από ένα ατυχές και πανάκριβο πείραμα τεχνητής μείωσης του δημόσιου χρέους.
Καταχώριση
Οφειλόμενα ποσά προηγούμενων ετών του Δημοσίου προς την Αγροτική Τράπεζα, το ΙΚΑ, το ΤΕΒΕ και το Ταμείο Νομικών, τα οποία συμποσούντο σε 2,3 δισ., επίσης πληρώθηκαν και καταχωρίστηκαν στο δημόσιο χρέος. Ταυτόχρονα, ένα ποσό της τάξης των 1,8 δισ. από καταπτώσεις εγγυήσεων για χρέη ΔΕΚΟ που δόθηκαν παλαιότερα προ της διακυβέρνησης της Ν.Δ. και είχαν καταχωριστεί στο δημόσιο χρέος πρέπει να αφαιρεθούν από την αύξηση του δημόσιου χρέους της εποχής 2004-2009. Το ίδιο ισχύει και για 400.000.000 ευρώ από τιτλοποιήσεις μελλοντικών εσόδων που έγιναν το 2000-01 και οι οποίες πρόσθεσαν βάρη δαπανών και φόρων στο εξωτερικό στη διακυβέρνηση της Ν.Δ. Επομένως, το δημόσιο χρέος που «αναλογεί» στην περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή, το οποίο μετά την αφαίρεση των τόκων είχε μειωθεί σε 59,8 δισ., με τα νέα ποσά αναμορφώνεται στα 41,5 δισ.
Ας δούμε τώρα τι έγινε με το έλλειμμα του 2009, όπου ήδη έχει δημιουργηθεί «βιβλιογραφία»2 για την άκρως δημιουργική λογιστική της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ένα γεγονός με το οποίο ασχολείται και η Δικαιοσύνη. Το τελευταίο τρίμηνο του 2009 έγινε ένα όργιο παραποίησης του ελλείμματος προκειμένου αυτό να φουσκώσει σε σημείο που θα ήταν δυνατόν να παρακινήσει να έλθει το απρόθυμο ΔΝΤ στην ευρωζώνη και την Ελλάδα.
Ταυτόχρονα με την τεχνητή αύξηση του ελλείμματος του 2009 σφραγιζόταν και η φαινομενική βελτίωση των δημοσιονομικών δεδομένων της μείωσης του ελλείμματος το 2010, που ήταν ευθύνη της νέας κυβέρνησης.
Η αλλοίωση των απολογιστικών στοιχείων του Προϋπολογισμού του 2009 στηρίχθηκε σε δαπάνες που μεταφέρθηκαν στο έτος αυτό και σε έσοδα που αγνοήθηκαν. Επίσης, σε παλαιές δαπάνες των νοσοκομείων που προστέθηκαν στο έλλειμμα του 2009, αλλά και σε αναμόρφωση των κανόνων αναφορικά με τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ. Εφευρέθηκε δηλαδή φόρμουλα μέσω της οποίας το χρηματοοικονομικό άνοιγμα των ΔΕΚΟ, που στο παρελθόν δεν αποτελούσε λόγο να συμπεριληφθεί στο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, πλέον να χαρακτηριστεί μέρος της και να προστεθεί.
Αμέτρητες ήταν οι περιπτώσεις δημιουργικής λογιστικής, οι οποίες μάλιστα δεν εξαντλήθηκαν μόνο μέσα στο τελευταίο τρίμηνο του 2009. Επαναλήφθηκαν τον Απρίλιο του 2010 και στη συνέχεια στο τέλος του έτους με την κατάθεση του Προϋπολογισμού του 2011. Με λίγα λόγια, ένα έλλειμμα που το 2009 δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από 9% του ΑΕΠ εμφανίστηκε έπειτα από συνεχείς αναθεωρήσεις να είναι 15,4% του ΑΕΠ (το ποσοστό αυτό αλλοιώθηκε διαχρονικά κατά ορισμένα δέκατα ανάλογα με προσαρμογές που αποφασίστηκαν στη Eurostat και αναθεωρήσεις του ΑΕΠ). Η θεόρατη όμως αύξηση σήμαινε την προσθήκη στο έλλειμμα και το χρέος του 2009 ενός ποσού 14,7 δισ., πέραν κάθε κανόνος των υφιστάμενων τότε εθνικών λογαριασμών.
Λαμβάνοντας υπόψη το υπερβάλλον φούσκωμα του ελλείμματος του 2009, το χρέος που πραγματικά αφορά την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή τελικά μειώνεται σε 26,8 δισ. Η σε βάθος έρευνα των στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, ενώ πολλοί ηθελημένα κατηγορούν ότι κατά την περίοδο 2004-2009 το χρέος αυξήθηκε κατά 119,6 δισ. (ή 66%), αυτό τελικά αυξήθηκε μόνο κατά 26,8 δισ. ή 26,2%. Μια αύξηση που, σε περίοδο κρίσης (ιδιαίτερα το 2008-2009) όπου η ενεργός ζήτηση έπρεπε να αυξηθεί, ήταν επιβεβλημένη προκειμένου να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία την παγκόσμια ύφεση.
Ταυτόχρονα με την τεχνητή αύξηση του ελλείμματος του 2009 σφραγιζόταν και η φαινομενική βελτίωση των δημοσιονομικών δεδομένων της μείωσης του ελλείμματος το 2010, που ήταν ευθύνη της νέας κυβέρνησης.
Η αλλοίωση των απολογιστικών στοιχείων του Προϋπολογισμού του 2009 στηρίχθηκε σε δαπάνες που μεταφέρθηκαν στο έτος αυτό και σε έσοδα που αγνοήθηκαν. Επίσης, σε παλαιές δαπάνες των νοσοκομείων που προστέθηκαν στο έλλειμμα του 2009, αλλά και σε αναμόρφωση των κανόνων αναφορικά με τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ. Εφευρέθηκε δηλαδή φόρμουλα μέσω της οποίας το χρηματοοικονομικό άνοιγμα των ΔΕΚΟ, που στο παρελθόν δεν αποτελούσε λόγο να συμπεριληφθεί στο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, πλέον να χαρακτηριστεί μέρος της και να προστεθεί.
Αμέτρητες ήταν οι περιπτώσεις δημιουργικής λογιστικής, οι οποίες μάλιστα δεν εξαντλήθηκαν μόνο μέσα στο τελευταίο τρίμηνο του 2009. Επαναλήφθηκαν τον Απρίλιο του 2010 και στη συνέχεια στο τέλος του έτους με την κατάθεση του Προϋπολογισμού του 2011. Με λίγα λόγια, ένα έλλειμμα που το 2009 δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από 9% του ΑΕΠ εμφανίστηκε έπειτα από συνεχείς αναθεωρήσεις να είναι 15,4% του ΑΕΠ (το ποσοστό αυτό αλλοιώθηκε διαχρονικά κατά ορισμένα δέκατα ανάλογα με προσαρμογές που αποφασίστηκαν στη Eurostat και αναθεωρήσεις του ΑΕΠ). Η θεόρατη όμως αύξηση σήμαινε την προσθήκη στο έλλειμμα και το χρέος του 2009 ενός ποσού 14,7 δισ., πέραν κάθε κανόνος των υφιστάμενων τότε εθνικών λογαριασμών.
Λαμβάνοντας υπόψη το υπερβάλλον φούσκωμα του ελλείμματος του 2009, το χρέος που πραγματικά αφορά την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή τελικά μειώνεται σε 26,8 δισ. Η σε βάθος έρευνα των στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, ενώ πολλοί ηθελημένα κατηγορούν ότι κατά την περίοδο 2004-2009 το χρέος αυξήθηκε κατά 119,6 δισ. (ή 66%), αυτό τελικά αυξήθηκε μόνο κατά 26,8 δισ. ή 26,2%. Μια αύξηση που, σε περίοδο κρίσης (ιδιαίτερα το 2008-2009) όπου η ενεργός ζήτηση έπρεπε να αυξηθεί, ήταν επιβεβλημένη προκειμένου να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία την παγκόσμια ύφεση.
1. Τα στοιχεία του χρέους είναι αυτά που χρησιμοποιεί η Ε.Ε. και περιέχονται στην τράπεζα στοιχείων της AMECO. Είναι αποδεκτά από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ενώ έχουν επικυρωθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. και το υπ. Οικονομικών εδώ
2. Βιβλίο Γ. Παπαθανασίου και άλλες μελέτες. Μαρτυρίες στελεχών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. που κατέθεσαν στην ανάκριση και δίκη του πρώην προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. κ.λπ.
*Πρώην γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής. Διδάκτωρ Οικονομικών, πρώην ανώτερος υπάλληλος του ΟΟΣΑ στο Παρίσι
Oι ευθύνες της Eurostat με τη συναίνεση της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Η μεγάλη όμως αλλαγή των στατιστικών στοιχείων που έγινε κατά τη διακυβέρνηση Γ. Παπανδρέου το 2009-2010 οδήγησε σε αναθεώρηση εκ βάθρων των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας που διατηρεί η Ε.Ε. Η αναθεώρηση σταδιακά έγινε και για τα παρελθόντα έτη, όπως συνηθίζει η στατιστική Αρχή Eurostat. Ετσι, η προϊστορία μας έγινε δεσμευτική και η βάση για όλα τα προγράμματα/μνημόνια και για την επιτήρηση που επακολούθησαν.
Οι χρονοσειρές της στατιστικής των δημόσιων οικονομικών έχουν ξαναγραφτεί από το 1995 και μετά από την Ε.Ε. με πλήρη συναίνεση από την ελληνική πλευρά και την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Τώρα το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα έχουν γίνει ένα ενοχοποιητικό αφήγημα για το παρελθόν της χώρας μας. Αυτό φαίνεται να ήταν και στόχος της Ε.Ε. για το «κακό παιδί», την Ελλάδα, που συνεχώς δημιουργούσε και δημιουργεί προβλήματα στην ευρωζώνη.
Το επικίνδυνο με τα αναθεωρημένα στατιστικά στοιχεία είναι ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων έγινε η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη κατά τα έτη 1999-2001 στηρίχτηκαν σε λανθασμένους υπολογισμούς, εφόσον το έλλειμμα δεν ήταν κάτω από 3% του ΑΕΠ όπως τα παλαιότερα στοιχεία πιστοποιούσαν. Αλλά ούτε και το δημόσιο χρέος είχε την πτωτική πορεία των παλαιών στοιχείων.
Οι χρονοσειρές της στατιστικής των δημόσιων οικονομικών έχουν ξαναγραφτεί από το 1995 και μετά από την Ε.Ε. με πλήρη συναίνεση από την ελληνική πλευρά και την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Τώρα το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα έχουν γίνει ένα ενοχοποιητικό αφήγημα για το παρελθόν της χώρας μας. Αυτό φαίνεται να ήταν και στόχος της Ε.Ε. για το «κακό παιδί», την Ελλάδα, που συνεχώς δημιουργούσε και δημιουργεί προβλήματα στην ευρωζώνη.
Το επικίνδυνο με τα αναθεωρημένα στατιστικά στοιχεία είναι ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων έγινε η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη κατά τα έτη 1999-2001 στηρίχτηκαν σε λανθασμένους υπολογισμούς, εφόσον το έλλειμμα δεν ήταν κάτω από 3% του ΑΕΠ όπως τα παλαιότερα στοιχεία πιστοποιούσαν. Αλλά ούτε και το δημόσιο χρέος είχε την πτωτική πορεία των παλαιών στοιχείων.
Στατιστικές
Οι νέες στατιστικές της Ε.Ε., του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ δείχνουν σήμερα ότι την κρίσιμη τριετία προ της εισόδου της Ελλάδας στην ευρωζώνη το έλλειμμα ήταν κατά μέσο όρο 5,2% του ΑΕΠ, με μάξιμουμ επιτρεπτό το 3%, ενώ για το 2002, έτος ένταξης, είναι πλέον 6%. Ταυτόχρονα η πορεία του δημόσιου χρέους την περίοδο 1999-2001 είναι ανοδική και όχι καθοδική. Οι αρνητικοί αυτοί δείκτες στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος τα κρίσιμα έτη του παρελθόντος χτυπούν το καμπανάκι του κινδύνου και πιθανόν σε μια περίοδο έντασης των σχέσεων Ελλάδας με Ε.Ε. να έρθουν στο τραπέζι των συζητήσεων και να αποτελέσουν όπλο στα χέρια εκείνων που δεν επιθυμούν την παραμονή μας στην ευρωζώνη.
Οι νέες στατιστικές της Ε.Ε., του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ δείχνουν σήμερα ότι την κρίσιμη τριετία προ της εισόδου της Ελλάδας στην ευρωζώνη το έλλειμμα ήταν κατά μέσο όρο 5,2% του ΑΕΠ, με μάξιμουμ επιτρεπτό το 3%, ενώ για το 2002, έτος ένταξης, είναι πλέον 6%. Ταυτόχρονα η πορεία του δημόσιου χρέους την περίοδο 1999-2001 είναι ανοδική και όχι καθοδική. Οι αρνητικοί αυτοί δείκτες στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος τα κρίσιμα έτη του παρελθόντος χτυπούν το καμπανάκι του κινδύνου και πιθανόν σε μια περίοδο έντασης των σχέσεων Ελλάδας με Ε.Ε. να έρθουν στο τραπέζι των συζητήσεων και να αποτελέσουν όπλο στα χέρια εκείνων που δεν επιθυμούν την παραμονή μας στην ευρωζώνη.
Επιβάρυνση 12 δισ. ευρώ ετησίως επί Σημίτη και (μόνο) 5 δισ. ευρώ επί κυβέρνησης ΝΔ!
Από τα στοιχεία που εκτέθηκαν μέχρι εδώ η πραγματική ετήσια αύξηση του χρέους κατά τη διακυβέρνηση Καραμανλή ήταν κατά μέσο όρο 5 δισ. τον χρόνο. Ποσό που προκύπτει από τη συνολική αύξηση των 26,8 δισ., όταν διαιρεθεί με 5,5 χρόνια. Πώς αυτό συγκρίνεται με την περίοδο Σημίτη, όπου και εκεί υπήρξε κληρονομικό χρέος τη 15ετία 1981-1996; Από τον Ιανουάριο του 1996, που ήταν 92,1 δισ., έως τον Απρίλιο του 2004 που έφτασε τα 187,6, το χρέος αυξήθηκε κατά 95,5 δισ. Από το ποσό της αύξησης θα πρέπει να αφαιρεθεί το αναλογούν δημόσιο χρέος που οφείλεται στην κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη, εφόσον τα υπόλοιπα έτη ήταν έτη ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, όσα «γραμμάτια» είχαν σταλεί στην κυβέρνηση Καραμανλή θα πρέπει να επιστρέψουν και να βαρύνουν το χρέος Σημίτη.
Η αύξηση του χρέους της εποχής 1981-1995 επιμερίζεται κατά 75% στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και κατά 25% στην κυβέρνηση Ν.Δ. Επομένως η διακυβέρνηση Σημίτη είχε να πληρώσει δαπάνες για τόκους στο κληρονομούμενο χρέος που κατά το 1/4 οφειλόταν σε κυβέρνηση της Ν.Δ., ενώ του ανήκαν τα τρία τέταρτα των δαπανών για τόκους που δημιουργήθηκαν την περίοδο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.
Την εποχή Ιαν. 1996 - Απρ. 2004 τα περισσότερα δάνεια είχαν συναφθεί σε δραχμές που είχαν υψηλό επιτόκιο, αλλά και σε ECU/ευρώ με χαμηλότερο. Μια μέση τιμή επιτοκίου 7,5% θεωρείται αντιπροσωπευτική της περιόδου εκείνης. Επομένως την τριετία 1990-1993 δαπάνες για τόκους ήταν της τάξης των 14,2 δισ., ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί από τη συνολική αύξηση του χρέους επί διακυβέρνησης Σημίτη. Παράλληλα, πρέπει να προστεθούν τα ποσά που μεταφέρθηκαν στη διακυβέρνηση Καραμανλή και ήταν 18,3 δισ. (8,6+5,2+2,3+2,2).
Το τελικό ποσό της αύξησης του δημόσιου χρέους μεταξύ Ιαν. 1996 και Απρ. 2004 είναι επομένως 99,6 δισ. και οφείλεται στην οικονομική πολιτική επί Σημίτη. Η σύγκριση με την περίοδο Καραμανλή μπορεί να γίνει βάσει της κατ’ έτος αύξησης του δημόσιου χρέους και είναι μία σχέση 12 προς 5 δισ. Δηλαδή, στα οκτώ χρόνια και ένα τρίμηνο που ήταν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ή πρωθυπουργός ο Σημίτης η κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν 12 δισ., ενώ στην περίπτωση των 5,5 ετών της διακυβέρνησης Καραμανλή η αύξηση ήταν πολύ λιγότερη, 5 δισ.
Τα ποσά αυτά σε ονομαστικούς όρους δείχνουν ότι η ετήσια αύξηση του χρέους επί Σημίτη έτρεχε με έναν ρυθμό σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερο απ' ό,τι επί Καραμανλή. Επειδή όμως το εύρος των ετών των περιόδων αυτών έχει μεγάλη απόσταση, η σωστή σύγκριση των ποσών πρέπει να γίνει ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, κατά την περίοδο Καραμανλή η ετήσια αύξηση του δημόσιου χρέους υπολογίζεται ως 2,3% επί του ΑΕΠ, ενώ κατά την περίοδο Σημίτη η αύξηση ήταν 8,6% επί του ΑΕΠ. Η σχέση 8,6% προς 2,3% δείχνει ότι κατά την περίοδο Σημίτη η ετήσια αύξηση του χρέους ήταν σχεδόν τετραπλάσια (για την ακρίβεια, 3,7 φορές μεγαλύτερη) απ' ό,τι κατά την περίοδο Καραμανλή.
Η αύξηση του χρέους της εποχής 1981-1995 επιμερίζεται κατά 75% στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και κατά 25% στην κυβέρνηση Ν.Δ. Επομένως η διακυβέρνηση Σημίτη είχε να πληρώσει δαπάνες για τόκους στο κληρονομούμενο χρέος που κατά το 1/4 οφειλόταν σε κυβέρνηση της Ν.Δ., ενώ του ανήκαν τα τρία τέταρτα των δαπανών για τόκους που δημιουργήθηκαν την περίοδο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.
Την εποχή Ιαν. 1996 - Απρ. 2004 τα περισσότερα δάνεια είχαν συναφθεί σε δραχμές που είχαν υψηλό επιτόκιο, αλλά και σε ECU/ευρώ με χαμηλότερο. Μια μέση τιμή επιτοκίου 7,5% θεωρείται αντιπροσωπευτική της περιόδου εκείνης. Επομένως την τριετία 1990-1993 δαπάνες για τόκους ήταν της τάξης των 14,2 δισ., ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί από τη συνολική αύξηση του χρέους επί διακυβέρνησης Σημίτη. Παράλληλα, πρέπει να προστεθούν τα ποσά που μεταφέρθηκαν στη διακυβέρνηση Καραμανλή και ήταν 18,3 δισ. (8,6+5,2+2,3+2,2).
Το τελικό ποσό της αύξησης του δημόσιου χρέους μεταξύ Ιαν. 1996 και Απρ. 2004 είναι επομένως 99,6 δισ. και οφείλεται στην οικονομική πολιτική επί Σημίτη. Η σύγκριση με την περίοδο Καραμανλή μπορεί να γίνει βάσει της κατ’ έτος αύξησης του δημόσιου χρέους και είναι μία σχέση 12 προς 5 δισ. Δηλαδή, στα οκτώ χρόνια και ένα τρίμηνο που ήταν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ή πρωθυπουργός ο Σημίτης η κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν 12 δισ., ενώ στην περίπτωση των 5,5 ετών της διακυβέρνησης Καραμανλή η αύξηση ήταν πολύ λιγότερη, 5 δισ.
Τα ποσά αυτά σε ονομαστικούς όρους δείχνουν ότι η ετήσια αύξηση του χρέους επί Σημίτη έτρεχε με έναν ρυθμό σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερο απ' ό,τι επί Καραμανλή. Επειδή όμως το εύρος των ετών των περιόδων αυτών έχει μεγάλη απόσταση, η σωστή σύγκριση των ποσών πρέπει να γίνει ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, κατά την περίοδο Καραμανλή η ετήσια αύξηση του δημόσιου χρέους υπολογίζεται ως 2,3% επί του ΑΕΠ, ενώ κατά την περίοδο Σημίτη η αύξηση ήταν 8,6% επί του ΑΕΠ. Η σχέση 8,6% προς 2,3% δείχνει ότι κατά την περίοδο Σημίτη η ετήσια αύξηση του χρέους ήταν σχεδόν τετραπλάσια (για την ακρίβεια, 3,7 φορές μεγαλύτερη) απ' ό,τι κατά την περίοδο Καραμανλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου