Παραποίηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους
Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009[39], και πριν από το μνημόνιο του 2010, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου αναθεώρησε προς τα πάνω, με τρόπο παράνομο, τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος.
Υποχρεώσεις νοσοκομείων
Χρειάστηκε πολλές αναθεωρήσεις προκειμένου να εκτιναχθεί στα ύψη η εκτίμηση του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009. Τελικά το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε υπέρμετρα από 11,9% στην πρώτη αναθεώρηση, σε 15,8% στην τελευταία. Ένα από τα πιο προκλητικά παραδείγματα παραποίησης του δημιοσιονομικού ελλείμματος αφορά τις υποχρεώσεις των δημόσιων νοσοκομείων. Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, προμηθευτές εφοδιάζουν τα δημόσια νοσοκομεία με φαρμακευτικά προϊόντα και ιατρικό εξοπλισμό. Οι προμήθειες αυτές συνήθως αποπληρώνονται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας παράδοσης, λόγω των απαιτούμενων από το Ελεγκτικό Συνέδριο διαδικασιών για τη θεώρηση των τιμολογίων.
Εντοπίσαμε πως τον Σεπτέμβριο του 2009 συσσωρεύτηκε υπέρμετρος αριθμός μη θεωρημένων νοσοκομειακών οφειλών από τα έτη 2005-2008, με τη συνολική αξία τους να παραμένει άγνωστη.
Στις 2 Οκτωβρίου 2009, στο πλαίσιο των καθιερωμένων διαδικασιών της Eurostat, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) – η οποία άλλαξε όνομα τον Μάρτιο του 2010, σε ΕΛΣΤΑΤ – έστειλε στη Eurostat τους προβλεπόμενους πίνακες κοινοποίησης χρέους και ελλείμματος.
Σ’ αυτούς περιλαμβανόταν μια κατά προσέγγιση εκτίμηση των νοσοκομειακών υποχρεώσεων, ύψους 2,3 δις ευρώ, με βάση τη σχετική εκτίμηση που, όπως συνήθως, είχε διεξαχθεί από την ΕΣΥΕ.
Στην κοινοποίηση όμως της 21ης Οκτωβρίου 2009, το παραπάνω ποσό είχε αυξηθεί τεχνητά κατά 2,5 δις ευρώ.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το σύνολο των υποχρεώσεων υψώθηκε στα 4,8 δις ευρώ.
Οι ευρωπαϊκές αρχές αρχικά αμφισβήτησαν αυτό το νέο ποσό, δεδομένων των ασυνήθιστων περιστάσεων και των ύποπτων συνθηκών υπό τις οποίες είχε αυξηθεί.
«Στην κοινοποίηση της 21ης Οκτωβρίου του 2009, ένα ποσό ύψους 2,5 δις ευρώ προστέθηκε στο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2008 που αρχικά είχε εκτιμηθεί σε 2,3 δις ευρώ. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, αυτό έγινε με ρητή εντολή του Υπουργείου Οικονομικών και παρά το γεγονός ότι το πραγματικό συνολικό ύψος των νοσοκομειακών υποχρεώσεων παρέμενε άγνωστο και δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία για να καταχωρηθεί το επιπλέον ποσό αυτό μόνο στο έτος 2008 και όχι και σε προηγούμενα έτη. Επιπλέον, η ΕΣΥΕ είχε εκφράσει τη διαφωνία της για τον χειρισμό αυτού του ζητήματος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) όσο και στο Υπουργείο Οικονομικών. Πρέπει να θεωρηθεί πως υπήρξε λανθασμένη μεθοδολογική απόφαση του ΓΛΚ[40]».
Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2010, με βάση την «Τεχνική έκθεση σχετικά με την αναθεώρηση των υποχρεώσεων των νοσοκομείων» (3/2/2010[41]) που κοινοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η Eurostat όχι μόνο ενέδωσε στο αίτημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης να συμπεριληφθεί το αμφιλεγόμενο ποσό των 2,5 δις ευρώ, αλλά επιπλέον συμπεριέλαβε στο έλλειμμα ένα νέο ποσό ύψους 1,8 δις ευρώ.
Συνεπώς, το αρχικό νοσοκομειακό έλλειμμα των 2,3 δις ευρώ, που αναφερόταν στον Πίνακα Κοινοποίησης της 2 Οκτωβρίου 2009, διογκώθηκε στα 6,6 δις ευρώ, παρά το γεγονός ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε εγκρίνει μόνο 1,2 δις από τα υποτιθέμενα 6,6 δις.
Τα υπόλοιπα 5,4 δις των υποθετικών και αναπόδεικτων νοσοκομειακών υποχρεώσεων εκτίναξαν στα ύψη το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, καθώς και των προηγούμενων ετών. Οι εν λόγω στατιστικές πρακτικές, με τις οποίες υπολογίστηκαν οι υποχρεώσεις των νοσοκομείων, παραβαίνουν σαφώς τόσο τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς ESA95 (βλ. ESA95 παρ. 3.06, ΕΚ αριθ. 2516/2000 Άρθρο 2, Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ΕΚ αριθ. 995/2001), όσο και τον Κώδικα Ορθής Πρακτικής του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (European Statistics Code of Practice), ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις αρχές της ανεξαρτησίας των στατιστικών μετρήσεων, της στατιστικής αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας.
Αξίζει να τονιστεί ότι ενάμιση μήνα μετά από την παράνομη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, το Υπουργείο Οικονομικών κάλεσε τους προμηθευτές και τους ζήτησε να δεχτούν έκπτωση ύψους 30% για τις ανεξόφλητες υποχρεώσεις της περιόδου 2005-2008. Συνεπώς, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν αποπλήρωσε μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές φαρμακευτικών προϊόντων, ενώ η εν λόγω έκπτωση δεν περιλήφθηκε ποτέ στα επίσημα στατιστικά στοιχεία[42].
Δημόσιες επιχειρήσεις
Μία από τις πολλές περιπτώσεις παραποίησης δεδομένων αφορά 17 Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ). Η ΕΛΣΤΑΤ[43] και η Eurostat, μεταφέροντας τις υποχρεώσεις των 17 ΔΕΚΟ από τον τομέα των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης το 2010, αύξησαν το δημόσιο χρέος του 2009 κατά 18,2 δις ευρώ.
Η εν λόγω ομάδα επιχειρήσεων είχε όμως συμπεριληφθεί στο τομέα των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων έπειτα από επαλήθευση και έγκριση της Eurostat.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν μεσολάβησαν οποιεσδήποτε αλλαγές σ’ αυτό το ζήτημα στους μεθοδολογικούς κανονισμούς ESA95 μεταξύ 2000 και 2010.
Μάλιστα, η αναταξινόμηση πραγματοποιήθηκε χωρίς να διεξαχθούν οι απαραίτητες και προβλεπόμενες μελέτες.
Έγινε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κυριολεκτικά εν μία νυκτί και μάλιστα αφού πρώτα διαλύθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΣΤΑΤ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ κατόρθωσε να επιβάλει τις εν λόγω αλλαγές χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει στις ερωτήσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Έτσι, ο ρόλος των εθνικών εμπειρογνωμόνων αγνοήθηκε εντελώς και έγιναν τα αντίθετα από όσα προέβλεπαν οι Κανονισμοί ESA95. Συνεπώς, παραβιάστηκαν τα θεσμοθετημένα κριτήρια για την ταξινόμηση των οικονομικών μονάδων στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης[44].
Οι συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) της Goldman Sachs
Άλλη μία περίπτωση αβάσιμης αύξησης του δημόσιου χρέους το 2009 σχετίζεται με τη στατιστική μεταχείριση των «συμφωνιών ανταλλαγής» που έγιναν με τη χρηματοπιστωτική εταιρεία Goldman Sachs.
Ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, από μόνος του, αύξησε χάρη σ’ αυτές το δημόσιο χρέος κατά 21 δις ευρώ[45]. Το εν λόγω ποσό κατανεμήθηκε αυθαίρετα στα τέσσερα έτη της περιόδου 2006 – 2009. Έτσι το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε αναδρομικά και μάλιστα κατά παράβαση των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνολικά υπολογίζεται ότι εξαιτίας των παραπάνω προσαρμογών, αδικαιολόγητων από τεχνική άποψη, το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009 αυξήθηκε κατά 6 έως 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Με τον ίδιο τρόπο, ο αριθμός για το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 28 δις ευρώ συνολικά. Θεωρούμε ότι η παραποίηση των στατιστικών στοιχείων συνδεόταν άμεσα με τη δραματοποίηση της κατάστασης του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους.
Αυτό έγινε ώστε η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς να πειστεί να υποστηρίξει τα λεγόμενα «μέτρα διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας το 2010, με όλους τους αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) για τον πληθυσμό της χώρας.
Τα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών ψήφισαν υπέρ της «διάσωσης» της Ελλάδας στηριγμένα σε παραποιημένα στατιστικά στοιχεία. H σοβαρότητα τραπεζική κρίση υποτιμήθηκε μέσω της υπερεκτίμησης των οικονομικών προβλημάτων του δημόσιου τομέα.
Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009[39], και πριν από το μνημόνιο του 2010, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου αναθεώρησε προς τα πάνω, με τρόπο παράνομο, τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος.
Υποχρεώσεις νοσοκομείων
Χρειάστηκε πολλές αναθεωρήσεις προκειμένου να εκτιναχθεί στα ύψη η εκτίμηση του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009. Τελικά το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε υπέρμετρα από 11,9% στην πρώτη αναθεώρηση, σε 15,8% στην τελευταία. Ένα από τα πιο προκλητικά παραδείγματα παραποίησης του δημιοσιονομικού ελλείμματος αφορά τις υποχρεώσεις των δημόσιων νοσοκομείων. Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, προμηθευτές εφοδιάζουν τα δημόσια νοσοκομεία με φαρμακευτικά προϊόντα και ιατρικό εξοπλισμό. Οι προμήθειες αυτές συνήθως αποπληρώνονται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας παράδοσης, λόγω των απαιτούμενων από το Ελεγκτικό Συνέδριο διαδικασιών για τη θεώρηση των τιμολογίων.
Εντοπίσαμε πως τον Σεπτέμβριο του 2009 συσσωρεύτηκε υπέρμετρος αριθμός μη θεωρημένων νοσοκομειακών οφειλών από τα έτη 2005-2008, με τη συνολική αξία τους να παραμένει άγνωστη.
Στις 2 Οκτωβρίου 2009, στο πλαίσιο των καθιερωμένων διαδικασιών της Eurostat, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) – η οποία άλλαξε όνομα τον Μάρτιο του 2010, σε ΕΛΣΤΑΤ – έστειλε στη Eurostat τους προβλεπόμενους πίνακες κοινοποίησης χρέους και ελλείμματος.
Σ’ αυτούς περιλαμβανόταν μια κατά προσέγγιση εκτίμηση των νοσοκομειακών υποχρεώσεων, ύψους 2,3 δις ευρώ, με βάση τη σχετική εκτίμηση που, όπως συνήθως, είχε διεξαχθεί από την ΕΣΥΕ.
Στην κοινοποίηση όμως της 21ης Οκτωβρίου 2009, το παραπάνω ποσό είχε αυξηθεί τεχνητά κατά 2,5 δις ευρώ.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το σύνολο των υποχρεώσεων υψώθηκε στα 4,8 δις ευρώ.
Οι ευρωπαϊκές αρχές αρχικά αμφισβήτησαν αυτό το νέο ποσό, δεδομένων των ασυνήθιστων περιστάσεων και των ύποπτων συνθηκών υπό τις οποίες είχε αυξηθεί.
«Στην κοινοποίηση της 21ης Οκτωβρίου του 2009, ένα ποσό ύψους 2,5 δις ευρώ προστέθηκε στο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2008 που αρχικά είχε εκτιμηθεί σε 2,3 δις ευρώ. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, αυτό έγινε με ρητή εντολή του Υπουργείου Οικονομικών και παρά το γεγονός ότι το πραγματικό συνολικό ύψος των νοσοκομειακών υποχρεώσεων παρέμενε άγνωστο και δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία για να καταχωρηθεί το επιπλέον ποσό αυτό μόνο στο έτος 2008 και όχι και σε προηγούμενα έτη. Επιπλέον, η ΕΣΥΕ είχε εκφράσει τη διαφωνία της για τον χειρισμό αυτού του ζητήματος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) όσο και στο Υπουργείο Οικονομικών. Πρέπει να θεωρηθεί πως υπήρξε λανθασμένη μεθοδολογική απόφαση του ΓΛΚ[40]».
Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2010, με βάση την «Τεχνική έκθεση σχετικά με την αναθεώρηση των υποχρεώσεων των νοσοκομείων» (3/2/2010[41]) που κοινοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η Eurostat όχι μόνο ενέδωσε στο αίτημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης να συμπεριληφθεί το αμφιλεγόμενο ποσό των 2,5 δις ευρώ, αλλά επιπλέον συμπεριέλαβε στο έλλειμμα ένα νέο ποσό ύψους 1,8 δις ευρώ.
Συνεπώς, το αρχικό νοσοκομειακό έλλειμμα των 2,3 δις ευρώ, που αναφερόταν στον Πίνακα Κοινοποίησης της 2 Οκτωβρίου 2009, διογκώθηκε στα 6,6 δις ευρώ, παρά το γεγονός ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε εγκρίνει μόνο 1,2 δις από τα υποτιθέμενα 6,6 δις.
Τα υπόλοιπα 5,4 δις των υποθετικών και αναπόδεικτων νοσοκομειακών υποχρεώσεων εκτίναξαν στα ύψη το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, καθώς και των προηγούμενων ετών. Οι εν λόγω στατιστικές πρακτικές, με τις οποίες υπολογίστηκαν οι υποχρεώσεις των νοσοκομείων, παραβαίνουν σαφώς τόσο τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς ESA95 (βλ. ESA95 παρ. 3.06, ΕΚ αριθ. 2516/2000 Άρθρο 2, Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ΕΚ αριθ. 995/2001), όσο και τον Κώδικα Ορθής Πρακτικής του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (European Statistics Code of Practice), ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις αρχές της ανεξαρτησίας των στατιστικών μετρήσεων, της στατιστικής αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας.
Αξίζει να τονιστεί ότι ενάμιση μήνα μετά από την παράνομη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, το Υπουργείο Οικονομικών κάλεσε τους προμηθευτές και τους ζήτησε να δεχτούν έκπτωση ύψους 30% για τις ανεξόφλητες υποχρεώσεις της περιόδου 2005-2008. Συνεπώς, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν αποπλήρωσε μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές φαρμακευτικών προϊόντων, ενώ η εν λόγω έκπτωση δεν περιλήφθηκε ποτέ στα επίσημα στατιστικά στοιχεία[42].
Δημόσιες επιχειρήσεις
Μία από τις πολλές περιπτώσεις παραποίησης δεδομένων αφορά 17 Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ). Η ΕΛΣΤΑΤ[43] και η Eurostat, μεταφέροντας τις υποχρεώσεις των 17 ΔΕΚΟ από τον τομέα των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης το 2010, αύξησαν το δημόσιο χρέος του 2009 κατά 18,2 δις ευρώ.
Η εν λόγω ομάδα επιχειρήσεων είχε όμως συμπεριληφθεί στο τομέα των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων έπειτα από επαλήθευση και έγκριση της Eurostat.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν μεσολάβησαν οποιεσδήποτε αλλαγές σ’ αυτό το ζήτημα στους μεθοδολογικούς κανονισμούς ESA95 μεταξύ 2000 και 2010.
Μάλιστα, η αναταξινόμηση πραγματοποιήθηκε χωρίς να διεξαχθούν οι απαραίτητες και προβλεπόμενες μελέτες.
Έγινε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κυριολεκτικά εν μία νυκτί και μάλιστα αφού πρώτα διαλύθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΣΤΑΤ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ κατόρθωσε να επιβάλει τις εν λόγω αλλαγές χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει στις ερωτήσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Έτσι, ο ρόλος των εθνικών εμπειρογνωμόνων αγνοήθηκε εντελώς και έγιναν τα αντίθετα από όσα προέβλεπαν οι Κανονισμοί ESA95. Συνεπώς, παραβιάστηκαν τα θεσμοθετημένα κριτήρια για την ταξινόμηση των οικονομικών μονάδων στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης[44].
Οι συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) της Goldman Sachs
Άλλη μία περίπτωση αβάσιμης αύξησης του δημόσιου χρέους το 2009 σχετίζεται με τη στατιστική μεταχείριση των «συμφωνιών ανταλλαγής» που έγιναν με τη χρηματοπιστωτική εταιρεία Goldman Sachs.
Ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, από μόνος του, αύξησε χάρη σ’ αυτές το δημόσιο χρέος κατά 21 δις ευρώ[45]. Το εν λόγω ποσό κατανεμήθηκε αυθαίρετα στα τέσσερα έτη της περιόδου 2006 – 2009. Έτσι το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε αναδρομικά και μάλιστα κατά παράβαση των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνολικά υπολογίζεται ότι εξαιτίας των παραπάνω προσαρμογών, αδικαιολόγητων από τεχνική άποψη, το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009 αυξήθηκε κατά 6 έως 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Με τον ίδιο τρόπο, ο αριθμός για το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 28 δις ευρώ συνολικά. Θεωρούμε ότι η παραποίηση των στατιστικών στοιχείων συνδεόταν άμεσα με τη δραματοποίηση της κατάστασης του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους.
Αυτό έγινε ώστε η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς να πειστεί να υποστηρίξει τα λεγόμενα «μέτρα διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας το 2010, με όλους τους αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) για τον πληθυσμό της χώρας.
Τα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών ψήφισαν υπέρ της «διάσωσης» της Ελλάδας στηριγμένα σε παραποιημένα στατιστικά στοιχεία. H σοβαρότητα τραπεζική κρίση υποτιμήθηκε μέσω της υπερεκτίμησης των οικονομικών προβλημάτων του δημόσιου τομέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου